Του Donovan Choy
Η Σιγκαπούρη είναι μια νέα χώρα, που κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους Βρετανούς μόλις το 1965. Έκτοτε, κυβερνάται αποκλειστικά από το Λαϊκό Κόμμα της Δράσης (People’s Action Party - PAP) που είχε επικεφαλής τον σεβάσμιο πολιτικό Lee Kuan Yew ο οποίος πέθανε σε ηλικία 91 ετών το 2015 και συχνά χαρακτηρίζεται ως ο “ιδρυτικός πατέρας” της Σιγκαπούρης.
Η εθνοτική ποικιλομορφία της χώρας συνίσταται κυρίως από Σιγκαπουριανούς Κινέζους (76%), με τους Μαλαίσιους (15%) και τους Ινδιάνους (7%) να αποτελούν φυλετικές μειονότητες. Ο πληθυσμός συνολικά είναι αγγλόφωνος. Για μια μικρή χώρα με έκταση μόλις 719,1 km² (περίπου τα ⅔ του μεγέθους της πόλης της Νέας Υόρκης), η Σιγκαπούρη έχει έναν πυκνό πληθυσμό 5,61 εκατομμυρίων ανθρώπων (στοιχεία του Ιουνίου 2016). Οι πολίτες είναι λιγότεροι από το ⅔ του πληθυσμού (3,41 εκατομμύρια), με τους ξένους εργάτες και τους μη μόνιμους κατοίκους να αποτελούν το 39% (2,19 εκατομμύρια) του πληθυσμού.
Η επιτυχία της σχετικά μεγάλης υποδοχής ξένων εργαζομένων από τη Σιγκαπούρη τις τελευταίες δεκαετίες έχει εν μέρει να κάνει με την αυστηρή στάση του κυβερνώντος κόμματος έναντι του παραδοσιακού κράτους πρόνοιας. Η αύξηση του ξένου εργατικού δυναμικού παρ’ όλα αυτά μειώθηκε τα τελευταία χρόνια λόγω δυσαρέσκειας των πολιτών.
Η επίσημη φιλοσοφία του ΡΑΡ είναι η αξιοκρατία και ο πραγματισμός, μολονότι αυτή αμφισβητείται εντόνως από τους Σιγκαπουριανούς για τις ανισότητες που ενσωματώνει. Η κυβέρνηση έχει υψηλές επιδόσεις στο δείκτη του Economist για τον παρεοκρατικό καπιταλισμό, μολονότι την ίδια ώρα προβάλλεται συχνά ως ένα παραδειγματικό μοντέλο όπου απουσιάζει η διαφθορά.
Οικονομικό καταφύγιο
Όψη της Κεντρικής Επιχειρηματικής Περιοχής της Σιγκαπούρης, ένα σύμβολο της ακμάζουσας οικονομίας της χώρας. Φωτογραφία του William Cho
Η πόλη-κράτος της Σιγκαπούρης, μία από τις τέσσερις Ασιατικές Τίγρεις που γνώρισαν ραγδαία εκβιομηχάνιση το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, θεωρείται συχνά ως παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η υιοθέτηση μέτρων ελεύθερης και ανοιχτής οικονομίας μπορεί να οδηγήσει στην ευημερία.
Εντός των φιλελεύθερων κύκλων, η Σιγκαπούρη γενικά χαίρει εκτίμησης για την οικονομική της ελευθερία. Η χώρα συχνά είναι στην κορυφή των καταλόγων του ετήσιου Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας, καθώς και του Δείκτη Παγκόσμιας Οικονομικής Ελευθερίας του Fraser Institute, ως μία από τις πιο ελεύθερες οικονομίες του κόσμου. Τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα διασφαλίζονται και είναι σεβαστά (θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι ιστορικά δεν συνέβαινε πάντα αυτό), οι συμβάσεις εφαρμόζονται και η κρατική διοίκηση συχνά εξυμνείται ως μια ιδανική, απαλλαγμένη από διαφθορά γραφειοκρατία, που βρίσκεται στην 9η θέση στον Δείκτη Νομοκρατίας για το 2016.
Ακόμη, οι πολίτες της Σιγκαπούρης απολαμβάνουν μία από τις συγκριτικά χαμηλότερες φορολογίες στον κόσμο, που βασίζεται σε έναν προοδευτικό συντελεστή που ξεκινά από το 0% (τα άτομα με εισόδημα κάτω από 22,000 δολάρια απαλλάσσονται από τη φορολογία) και έχει ταβάνι το 22% για εισοδήματα πάνω από τις 320.000 δολάρια Σιγκαπούρης. Δεν υπάρχει φόρος κεφαλαιακών κερδών και ο φόρος κληρονομιάς/ιδιοκτησίας γης καταργήθηκε το 2008.
Τα κρατικά μονοπώλια: Στέγαση, Υγεία, Εκπαίδευση, Μεταφορές
Η προσέγγιση της κυβέρνησης της Σιγκαπούρης στη δημόσια υγεία, την στέγαση και τα συνταξιοδοτικά έχει ως θεμέλιο το Κεντρικό Προνοιακό Ταμείο (Central Provident Fund - CPF), ένα υποχρεωτικό πρόγραμμα συνταξιοδοτικής αποταμίευσης. Οι Σιγκαπουριανοί υποχρεούνται να καταβάλλουν το 20% του μηνιαίου μισθού τους σε έναν ατομικό λογαριασμό του CPF, με τους εργοδότες να συνεισφέρουν ένα πρόσθετο 17%. Αυτά τα κεφάλαια μπορεί κανείς να τα αποσύρει στην ηλικία των 55 ετών σε τμηματικά ποσά, αν και μπορούν να χρησιμοποιηθούν προηγουμένως για διάφορους σκοπούς, όπως η απόκτηση ιατρικής ασφάλειας ή δημόσιας στέγασης.
Το Συμβούλιο Στεγαστικής Ανάπτυξης (Housing Development Board - HDB), η κρατική υπηρεσία για τη δημόσια στέγαση, παρέχει κατοικία σε περισσότερο από το 80% του πληθυσμού σε διαμερίσματα πολυόροφων πολυκατοικιών. Ένα μέσο διαμέρισμα των τεσσάρων με πέντε δωματίων στη Σιγκαπούρη κοστίζει περίπου 215.000 με 360.000 δολάρια ΗΠΑ, ενώ μια κατοικία σε ιδιωτικό συγκρότημα κυμαίνεται από τα 700.000 στα 860.000 δολάρια ΗΠΑ.
Η εκπαίδευση σε μεγάλο βαθμό μονοπωλείται από το κράτος, από το επίπεδο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μέχρι και την πανεπιστημιακή (μολονότι υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια που ελέγχονται από την κρατική Επιτροπή για την Ιδιωτική Εκπαίδευση - Committee for Private Education). Τα πανεπιστήμια της Σιγκαπούρης, όπως το Εθνικό Πανεπιστήμιο Σιγκαπούρης (National University of Singapore) και το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο της Nanyang (Nanyang Technological University) κατατάσσονται ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου, με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια να θεωρούνται συνήθως κατώτερες επιλογές.
Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη Σιγκαπούρη είναι υποχρεωτική. Ενώ οι μαθητές μπορούν να επιλέξουν συνδυασμούς μαθημάτων στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση (στα Γυμνάσια), υπάρχουν υποχρεωτικά αντικείμενα όπως οι Κοινωνικές Σπουδές (Social Studies), ένα μάθημα που συχνά δέχεται κριτική για τη μονομερή παρουσίαση της εθνικής ιστορίας από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα.
Τι συμβαίνει με τις μετακινήσεις; Λόγω του μικρού της γεωγραφικού μεγέθους, η Σιγκαπούρη είναι διαβόητη για το εξαιρετικά υψηλό κόστος αγοράς αυτοκινήτου, προκειμένου να αποφεύγεται η συμφόρηση: ένα Toyota Prius κοστίζει περίπου 150.000 δολάρια ΗΠΑ. Λόγω αυτού του γεγονότος, οι δημόσιες μεταφορές με τραίνο και λεωφορεία χρησιμοποιούνται εντόνως από τον γενικό πληθυσμό, και συχνά δέχονται κριτική από τους πολίτες για τις ανεπάρκειες και τις περιστασιακές βλάβες που υφίστανται, μολονότι είναι αποτελεσματικές αν συγκριθούν με τα συστήματα δημόσιων μεταφορών στον κόσμο.
Η Ανισότητα στα Δικαιώματα των Πολιτών
Η Σιγκαπούρη χαρακτηρίζεται από την έντονη απουσία ελευθερίας του τύπου και κατατάσσεται στην προβληματική 151η θέση στον Δείκτη Παγκόσμιας Ελευθερίας του Τύπου (βλέπε επίσης την Έκθεση Ελευθερίας του Τύπου για το 2017 του Freedom House) πίσω από απολυταρχικές χώρες όπως η Ρωσία και το Πακιστάν.
Ο Νόμος για τις Εφημερίδες και τον Τύπο (Newspapers and Printing Presses Act) υποχρεώνει τους ιδρυτές μιας έντυπης εφημερίδας να καταγράφονται στην τοπική κυβέρνηση, και να δεσμεύονται από αυστηρούς κανόνες και τη γραφειοκρατία. Έτσι, τα παραδοσιακά μέσα μονοπωλούνται από το κράτος, μια κατάσταση που παραμένει μέχρι σήμερα Η έλευση του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έφερε πάντως μια διαφοροποίηση των μέσων, αν και αυτά επιτηρούνται και ελέγχονται αυστηρά βάσει του Νόμου για τις Εκπομπές (Broadcasting Act).
Η ΛΟΑΤ κοινότητα στη Σιγκαπούρη ακόμη δεν απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους πολίτες και η ομοφυλοφιλία παραμένει ποινικό αδίκημα. Φωτογραφία του G.dallorto
Στο αυστηρό πλαίσιο των περιοριστικών νόμων όπως ο Νόμος για τον Κινηματογράφο (Films Act) το μηντιακό περιεχόμενο, όπως για παράδειγμα των ταινιών ή των κόμιξ που θεωρούνται ανατρεπτικά, μπορεί εύκολα και γρήγορα να λογοκριθεί - και λογοκρίνεται. Πρόσφατα, ο Amos Yee, ένας δεκαεπτάχρονος μπλόγκερ φυλακίστηκε αφού κρίθηκε ένοχος βάσει του Ποινικού Κώδικα της Σιγκαπούρης για “προσβολή θρησκευτικών αισθημάτων” μέσω των βίντεό του στο YouTube.
Το κράτος ελέγχει ακόμη τις δημόσιες εκπομπές στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Πολιτικοί της αντιπολίτευσης όπως ο J.B Jeyaratnam και ο Chee Soon Juan έχουν προσαχθεί στη δικαιοσύνη από τον ίδιο τον εν ενεργεία Πρωθυπουργό, πράγμα που συνέβη και σε πολιτικούς αντιφρονούντες και μπλόγκερς (βλέπε την περίπτωση του Roy Ngreng).
Σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ, η κυβέρνηση διατηρεί το παράνομο καθεστώς της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, μια ευαίσθητη κατάσταση που υποστηρίζεται έντονα από κάποιες θρησκευτικές κοινότητες. Οι ομοφυλοφιλικές οργανώσεις μπορούν ωστόσο να λειτουργούν νομίμως, και οι περιορισμοί αυτοί αμφισβητούνται σιγά-σιγά από ακτιβιστές των ΛΟΑΤ στην ετήσια διοργάνωση LGTB Pink Dot.
Η Σιγκαπούρη είναι πιθανόν περισσότερο γνωστή για την μη ανεκτικότητά της έναντι των ναρκωτικών. Οι χρήστες ναρκωτικών μπορούν να φυλακιστούν ή να σταλούν σε κέντρα αποτοξίνωσης μέχρι και για τρία χρόνια και οι έμποροι ναρκωτικών αντιμετωπίζουν την ποινή του θανάτου.
Ο διαβόητος Νόμος για την Εσωτερική Ασφάλεια (Internal Security Act), μολονότι σχεδιάστηκε με στόχο κυρίως την απειλή του κομμουνισμού στο παρελθόν, χρησιμοποιείται σήμερα - και έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές στη σύγχρονη ιστορία - για συλλήψεις και έρευνες χωρίς την ανάγκη έκδοσης εντάλματος, στο όνομα της διατήρησης της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας.
Οι άντρες στη Σιγκαπούρη επίσης υποχρεούνται να υπηρετήσουν στις ένοπλες δυνάμεις μέχρι και για δύο έτη από την ηλικία των 18 ετών βάσει νόμου που ισχύει από το 1967. Η ιδιοκτησία όπλων από πολίτες είναι παράνομη στη Σιγκαπούρη και η εκχώρηση δικαιωμάτων κτήσης όπλων δεν είναι ένα ζήτημα που έχει εισχωρήσει στην πολιτική σφαίρα.
Ο πολιτικός ανταγωνισμός
Οι πολιτικοί φορείς στη Σιγκαπούρη αντιμετωπίζουν δυσβάσταχτους περιορισμούς.
Η διοργάνωση των εκλογών δεν γίνεται από κάποιο ανεξάρτητο σώμα, αλλά από το Γραφείο του Πρωθυπουργού. Αυτό σημαίνει ότι ζητήματα όπως η ανακοίνωση των γεωγραφικών ορίων των εκλογικών περιφερειών (που γίνεται μέχρι και μόλις οκτώ εβδομάδες πριν τις εκλογές, η παρακολούθηση της τήρησης των ορίων δαπάνης στις προεκλογικές εκστρατείες και ο καθορισμός των τοποθεσιών των προεκλογικών συγκεντρώσεων υπόκεινται στην ευχέρεια του Γραφείου του Πρωθυπουργού. Αυτή η διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν περιλαμβάνει την συμβολή της αντιπολίτευσης και λαμβάνει χώρα πίσω από κλειστές θύρες.
Σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, οι προεκλογικές περίοδοι μπορούν να εκτείνονται από μόλις εννέα μέρες, μέχρι και οκτώ εβδομάδες το μέγιστο. Από το 1963 και πέρα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχαν διαθέσιμες περισσότερες ημέρες από το απολύτως ελάχιστο των εννέα ημερών. Ακόμη, οι μέθοδοι και οι τεχνικές στο πλαίσιο των προεκλογικών εκστρατειών περιορίζονται αυστηρά. Για παράδειγμα, ο Νόμος για τον Κινηματογράφο απαγορεύει την παραγωγή πολιτικών ταινιών ή βίντεο, ενώ ο Νόμος για τη Δημόσια Τάξη (Public Order Act) απαγορεύει τις δημόσιες ομιλίες και συγκεντρώσεις στην περίπτωση που δεν έχει εκδοθεί σχετική άδεια.
Ο Νόμος για τις Δωρεές σε Πολιτικούς Φορείς (Political Donations Act) απαγορεύει την ξένη χρηματοδότηση στα πολιτικά κόμματα και τις οργανώσεις που η κυβέρνηση θεωρεί “πολιτικού χαρακτήρα” (ειδησεογραφικοί ιστότοποι, ακτιβιστικές ομάδες κλπ). Οι μεγάλες δωρεές πρέπει να καταγράφονται ονομαστικά, γεγονός που αποτρέπει τους δωρητές εκείνους που προτιμούν την ανωνυμία.
Πολιτιστική Συναίνεση
Παρά το γεγονός ότι ο Δείκτης Ευκολίας της Επιχειρηματικότητας της Παγκόσμιας Τράπεζας(World Bank’s Ease of Doing Business) σταθερά κατατάσσει την Σιγκαπούρη στην κορυφή, η κυβέρνηση της χώρας συχνά δέχεται κριτική από πολιτικούς της αντιπολίτευσης και πολίτες για την άνωθεν επιβολή ενός πνιγηρού διανοητικού κλίματος μέσω του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης το οποίο δίνει μεγάλη έμφαση στις τεχνοκρατικού χαρακτήρα δεξιότητες. Οι επικριτές πιστεύουν ότι αυτό καταπνίγει την επιχειρηματική καινοτομία και τη δημιουργικότητα στις τέχνες.
Οι ψηφοφόροι γενικά υποστηρίζουν την απολυταρχική διακυβέρνηση του κυβερνώντος κόμματος, αν και αξίζει να σημειωθεί ότι σε μεγάλο βαθμό είναι απαθείς προς την πολιτική. Καθώς τα μέσα ενημέρωσης στη Σιγκαπούρη ελέγχονται από το κράτος, η ισχυρότερη αντιπολίτευση στο κυβερνών καθεστώς συχνά εκφράζεται στο διαδίκτυο, σε κοινωνικοπολιτικά ειδησεογραφικούς ιστότοπους, φόρουμ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι πολίτες σε μεγάλο μέρος τους πιστεύουν όντως ότι η ελευθερία του λόγου είναι μια ιδεαλιστική ονειροφαντασία, και ότι η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία είναι αναγκαία για την ασφάλεια της χώρας δεδομένου του μικρού μας πληθυσμού και της επισφαλούς γεωγραφικής μας θέσης. Τέλος, η ιδέα ότι μεταξύ των καθηκόντων της κυβέρνησης είναι και η ρύθμιση και ο έλεγχος των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων και των ατόμων (από την Uber και την Airbnb μέχρι το κάπνισμα) είναι μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση. Βεβαίως, αυτές είναι γενικεύσεις, αλλά παρέχουν ένα καλό σημείο εκκίνησης για την κατανόηση της πολιτιστικής συναίνεσης στη Σιγκαπούρη.
Αναδημοσίευση από τους Students for Liberty.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου