Ενα απόγευμα του 1986, μία ηλικιωμένη γυναίκα σε αναπηρικό αμαξίδιο ξεπροβάλλει από την πύλη αφίξεων του αεροδρομίου του Ελληνικού. Το κεφάλι της είναι καλυμμένο με μαντίλι, είναι λεπτή και το σώμα της σκυφτό. Με τη βοήθεια του άντρα που τη συνοδεύει, μπαίνουν σε ένα ταξί και εξαφανίζονται. Ουδείς από το αδηφάγο πλήθος των φωτογράφων που εκείνες τις ημέρες στρατοπεδεύουν στο Ελληνικό, αναμένοντας την επιστροφή του καταβεβλημένου από την ασθένεια Μπίλι Μπο από το Παρίσι, δεν αντιλαμβάνεται τη μεταμφίεση. Τους έχει ξεφύγει.
Τη σκηνή διηγείται στην «Καθημερινή» η Ελληνοϊταλίδα σκηνοθέτις Νικόλ Αλεξανδροπούλου («Once in a Lifetime»), έτσι κινηματογραφικά. Αμέσως αντιλαμβάνεσαι τι «είδε» στην ιστορία. «Η ιδέα ενός φιλμ για τη ζωή του Μπίλι Μπο μού ήρθε όταν τυχαία παρακολούθησα ένα αφιέρωμα στην τηλεόραση. Με συγκίνησε η ιστορία ενός πανέμορφου παιδιού από μια λαϊκή γειτονιά του Πειραιά που αισθάνεται να ασφυκτιά στο περιβάλλον του, θέλει να εκφραστεί δημιουργικά και συναισθηματικά και καταφέρνει να φτάσει στην κορυφή της ελληνικής μόδας. Είναι η ιστορία της σύγχρονης Σταχτοπούτας, χωρίς όμως ευτυχισμένο τέλος».
Ο Μπίλι Μπο «έφυγε» στα 33 του από έιτζ. «Νέος, όπως και πολλοί άλλοι ωραίοι και “καταραμένοι”, η Μονρόε, ο Κομπέιν, η Ουάινχαουζ, ο Ντιν. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάτι κοινό. Κάποια στιγμή, μέσα στην πάρα πολύ μεγάλη διασημότητα και την τόση ομορφιά, έχασαν τον προσανατολισμό τους. Πολλές φορές η ομορφιά και η δόξα δημιουργούν εσωτερική απομόνωση, αδυναμία στο άτομο να συσχετιστεί με ό,τι κοινωνικά και συναισθηματικά το περιβάλλει, νιώθει ότι είναι άτρωτο. Αυτές οι ιστορίες είναι ξεχωριστές όταν συμβαίνουν είτε στη λογοτεχνία είτε στην ίδια τη ζωή».
Η ιστορία εκτυλίσσεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, μιας αντιφατικής δεκαετίας με την οποία λίγοι Ελληνες σκηνοθέτες έχουν ασχοληθεί. Ισως γιατί, παρά τα τριάντα χρόνια που μας χωρίζουν από αυτή, «μοιάζει» ακόμη πολύ κοντά, το πρίσμα είναι παραμορφωτικό. Η ιταλική ρίζα της Αλεξανδροπούλου τής χαρίζει πολύτιμη απόσταση. «Είναι μεγάλη πρόκληση να καταφέρεις να αιχμαλωτίσεις την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε. Ηταν η εποχή που η χούντα έχει τελειώσει, οι κυβερνήσεις αλλάζουν, η Ελλάδα εκσυγχρονίζεται. Για πρώτη φορά μια συντηρητική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με τον πολιτικό γάμο, την κατάργηση της προίκας, την ισότητα των φύλων, τον σχηματισμό μιας διεκδικητικής μικροαστικής τάξης. Ταυτόχρονα υπάρχει και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη μια αίσθηση ευμάρειας, μια νέα όψη του αμερικανικού ονείρου. Στη δε Ελλάδα, φτάνει με καθυστέρηση και η σεξουαλική απελευθέρωση που είχε ξεκινήσει στην Ευρώπη μετά τον Μάη του ’68».
Σε αυτό το φόντο, ο Μπίλι Μπο, ένας νέος, σπάει τις κλειστές αίθουσες των ατελιέ και σχεδιάζει ρούχα που μπορούν να φορέσουν όλες οι Ελληνίδες. «Η δημιουργική του διάθεση, όμως, κοντράρεται με έναν εσωτερικό κόσμο που έχει και μοναξιά και, στο τέλος της ζωής του, και φόβο». Χαρακτηριστική του δίπολου, η αποστροφή του σχεδιαστή μετά την επιστροφή του από την πολύμηνη νοσηλεία του στο Παρίσι. «Πού θες να μείνεις;» τον είχε ρωτήσει ο άνθρωπός του, Μάκης Τσέλιος. «Θέλω να βλέπω θάλασσα», είχε ψελλίσει εκείνος, «εγώ είμαι Πειραιωτάκι». «Ο φόβος του θανάτου τον είχε φέρει πίσω στα σημεία αναφοράς του, τα οποία κάποτε είχε απαρνηθεί», λέει η Νικόλ Αλεξανδροπούλου, η οποία αντλεί τις πληροφορίες από τον ίδιο τον Μάκη Τσέλιο, αλλά και τις αδελφές του Βασίλη.
Παιδί εργατικής οικογένειας
Ο Βασίλης Κουρκουμέλης, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Μπίλι Μπο, γεννήθηκε το 1954 στα Καμίνια, παιδί πολύτεκνης εργατικής οικογένειας. Δεν ήταν από τα παιδιά που παίζουν μπάλα στην αλάνα, ένιωθε άβολα στο περιβάλλον που μεγάλωνε. Στα 16 του, γνώρισε τον Τσέλιο, επίσης Πειραιώτη και δέκα χρόνια μεγαλύτερό του, στον οποίο εκμυστηρεύτηκε τις αγωνίες του.
Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια δυνατή και βαθιά συγκινητική σχέση. Για να βγάλει τα πρώτα του χρήματα, ο Μπίλι Μπο εργάστηκε σαν χορευτής σε μπουάτ της Πλάκας, ωστόσο σύντομα ανακάλυψε το πάθος του για τη μόδα και γράφτηκε στη Βακαλό και αργότερα στη σχολή Βελουδάκη. Με τον Μάκη μοιράζονται το ταλέντο και την όρεξη για δημιουργία. Το 1974, με ακονισμένο πια το χάρισμα του Βασίλη, αποφάσισαν να δανειστούν και να ξεκινήσουν την πρώτη τους δουλειά, μια μπουτίκ στην οδό Σόλωνος. Το όνομά της Μπίλι Μπο.
«Εψαχναν εναγωνίως όνομα και κάποια στιγμή άκουσαν το τραγούδι της Κατερίνα Βαλέντε “Billy Boy”. Αυτό ήταν. Το Μπίλι σημαίνει Βασίλης και το Μπόι έγινε Μπο, δηλαδή ωραίος, ένα κατά τη γνώμη μου πολύ επιτυχημένο όνομα», αναφέρει η κ. Αλεξανδροπούλου. «Λανσάρεται και χάρις στο πρόσωπο του Βασίλη και στην οργανωτικότητα του Μάκη πάει θαυμάσια, εκφράζοντας μια νέα τάξη πραγμάτων στη μόδα. Μέσα σε πολύ λίγο διάστημα, όλη η επώνυμη ανερχόμενη Αθήνα, από τη Βουγιουκλάκη και τη Λάσκαρη έως τη Μιμή Ντενίση και τα γνωστότερα μανεκέν, είναι στα πόδια του».
«Γιατί να είναι τοιούτος;»
Η ξέφρενη πορεία του Μπίλι Μπο βρισκόταν μόλις στην αρχή της. Κάθε επίδειξή του γνώριζε τεράστια επιτυχία, έγινε ο αγαπημένος των περιοδικών και οι φωτογράφοι άρχισαν να τον ακολουθούν σε κάθε του βήμα. Μαζί με τον Τσέλιο άνοιγαν συνεχώς και άλλα καταστήματα, γεγονός που γινόταν πάντα είδηση στις κοσμικές σελίδες. Είχε κερδίσει επίσης –άνετα– τον διαγωνισμό του περιοδικού «Γυναίκα» για τον καλύτερο σχεδιαστή, με έπαθλο το αστρονομικό τότε ποσό των 300.000 δραχμών. Η μεγαλύτερη καταξίωση όμως ήρθε το 1981, όταν ο Μπίλι Μπο επελέγη ανάμεσα στους συναδέλφους του να σχεδιάσει τις νέες στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας. «Ηταν πια μέσα στα ελληνικά σπίτια, το πρόσωπο της ομορφιάς και της επιτυχίας που έκανε τον καθένα να ονειρεύεται. Αθόρυβα επίσης, συμφιλίωνε τις συντηρητικές, παραδοσιακές ελληνικές οικογένειες με την ομοφυλοφιλία. Οι μαμάδες έλεγαν “γιατί να είναι τοιούτος, βρε παιδί μου”, αλλά στην πραγματικότητα τον θαύμαζαν».
H επώδυνη πορεία προς την αποκαθήλωση
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Μπίλι Μπο ήταν ένα ποπ άιντολ στα πρότυπα του Ουόρχολ στις ΗΠΑ, το ποπ άιντολ της Ελλάδας. Ομως σύντομα η χρυσή εικόνα θα θρυμματιζόταν σε χίλια κομμάτια.
«Εκείνη την εποχή, προετοίμαζαν το άνοιγμα καταστήματος στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Ηταν φυσικά οι πρώτοι Ελληνες που είχαν διανοηθεί να ανοίξουν εκεί μαγαζί», λέει η σκηνοθέτις Νικόλ Αλεξανδροπούλου.
«Εκείνη την εποχή, προετοίμαζαν το άνοιγμα καταστήματος στην 5η Λεωφόρο της Νέας Υόρκης. Ηταν φυσικά οι πρώτοι Ελληνες που είχαν διανοηθεί να ανοίξουν εκεί μαγαζί», λέει η σκηνοθέτις Νικόλ Αλεξανδροπούλου.
«Ο Ουόρχολ μάλιστα θα μεσολαβούσε για συνέντευξη του Βασίλη στο Interview. Τότε, αν έμπαινες στο Interview, ήσουν ήδη σημαντικός, σε είχε αποδεχθεί ένα ολόκληρο σύστημα». Ετοιμαζόταν πυρετωδώς, μέχρι που ο Βασίλης άρχισε να μην αισθάνεται καλά. Εκανε ένα σωρό εξετάσεις, με τον Τσέλιο πάντα στο πλευρό του. Μέσα σε όλες, αποφασίζουν να κάνουν και μια καινούργια, που όμως ήταν γνωστή στο γκέι κύκλωμα.
Δυστυχώς βγαίνει θετική.
Από τότε ξεκινάει ο Γολγοθάς, αλλά ένας Γολγοθάς κατηφορικός. Τότε, στην Ελλάδα, ακόμη και το να πεις ότι ήσουν φορέας HIV ήταν σαν να έχεις υπογράψει τη θανατική σου καταδίκη. Ο κόσμος δεν ήξερε, φοβούνταν μέχρι και την απλή χειραψία. Παρά τις προσπάθειες να μη γίνει γνωστό, το γεγονός ότι ο σχεδιαστής δεν παρέστη στα εγκαίνια του καταστήματος της Νέας Υόρκης επιβεβαίωσε τις υποψίες στην Ελλάδα πως έχει νοσήσει. Φίλοι και γνωστοί άρχισαν να φοβούνται ότι έχουν κολλήσει επειδή τον χαιρέτησαν, μοντέλα ότι κινδυνεύουν επειδή τις είχε τσιμπήσει με την καρφίτσα.
«Αρχίζει να απομονώνεται. Οι ίδιοι που τον είχαν τοποθετήσει στο βάθρο, αρχίζουν να τον αποκαθηλώνουν. Ο Βασίλης δοκιμάζει συνεχώς νέα φάρμακα στο Παρίσι, αλλά πάντα παρουσιάζεται κάποια επιπλοκή. Πολύ γρήγορα, ένας εκθαμβωτικός νέος έχει μετατραπεί σε σκελετό. Είναι φοβερό, ειδικά γι’ αυτόν. Ηταν το σύμβολο της ομορφιάς και είναι το πρώτο που χάνεται. Ταυτόχρονα γίνεται βορά στον Τύπο. Δημοσιογράφοι στήνονται έξω από το πατρικό του και ρωτούν τη μητέρα του πώς αισθάνεται για το παιδί της που πέθανε, χωρίς ακόμη να έχει πεθάνει».
Εν τέλει, επιστρέφουν με τον Τσέλιο από το Παρίσι και βρίσκουν ένα σπίτι στο Καβούρι («να βλέπω θάλασσα») όπου περνάει το τελευταίο του διάστημα. Αφήνει την τελευταία του πνοή στις 13 Ιουνίου του 1987. Στην κηδεία του κατεβαίνει όλη η Ελλάδα. Μοιάζει με δικαίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου