Η έναρξη του φετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν φέτος λίγο διαφορετική. Καταρχήν μεταφέρθηκε μια μέρα νωρίτερα, την Πέμπτη 2 Νοεμβρίου. Μια τελετή έναρξης που είχε αρκετούς «επισήμους» (την υπουργό πολιτισμού, τον περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας, τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, βουλευτές κλπ), αλλά όχι πολλές φανφάρες. Η τελετή, όπως παρουσιάστηκε από την ηθοποιό Μαρία Χριστοφορίδου, ήταν προσβάσιμη σε άτομα με προβλήματα ακοής και όρασης. Έντονη άλλωστε σε αυτή τη διοργάνωση η εφαρμογή της πολιτικής προσβασιμότητας για ανθρώπους με προβλήματα ακοής και όρασης, σε συνεργασία με το Ίδρυμα Ωνάση και τηνΚίνηση καλλιτεχνών με αναπηρία.
Είδαμε τα σποτάκια του φετινού φεστιβάλ, σε σκηνοθεσία Μπάμπη Μακρίδη – με άλλα γελάσαμε, με άλλα απορήσαμε. Το έντυπο υλικό, η φετινή αφίσα του που σχεδίασε η Red Creative και ο Σίμος Σαλτιέλ, μια από τις πιο αξιόλογες δημιουργικές ομάδες της πόλης, έπιασε και απέδωσε αμέσως το φετινό σκεπτικό. Γιατί το άλλο διαφορετικό φέτος, είναι ότι το φεστιβάλ διέπεται από ένα σκεπτικό. Αναζητά το διαφορετικό, αυτό που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Αλλά και το διαγωνιστικό του τμήμα διέπεται από μια φιλοσοφία, μια «επιμελητική άποψη», όπως λέει κι ο καλλιτεχνικός του διευθυντής Ορέστης Ανδρεαδάκης.
Οι 14 ταινίες που διαγωνίζονται, εντάσσονται στον θεματικό πυρήνα «Ρίζωμα», εμπνευσμένο από το βιβλίο της Γαλλίδας φιλοσόφου Σιμόν Βέιλ «Ανάγκη για ρίζες». Στο έργο της αναλύει την ασθένεια του ξεριζώματος και διακηρύττει ότι «Το ρίζωμα είναι ίσως η σημαντικότερη, αλλά και η πλέον παραγνωρισμένη ανάγκη της ανθρώπινης ψυχής». Αντίστοιχα, η ομώνυμη έκθεση στην Αποθήκη Στρατού στο λιμάνι φιλοξενεί έργα 14 εικαστικών, εμπνευσμένα από καθεμιά από τις αντίστοιχες ταινίες.
Διαφορετική και η πολιτική των φεστιβαλικών εκδόσεων φέτος, με το αναλυτικό πρόγραμμα – βιβλίο να πωλείται με συμβολικό τίμημα, αντί των πολλών διαφορετικών εκδοχών του προγράμματος.
Με λιγότερο ίσως κόσμο απ’ την Αθήνα αυτές τις πρώτες τουλάχιστον μέρες, με πολλούς καλεσμένους από το εξωτερικό και με πολύ κόσμο κάθε ηλικίας στην πόλη να σχηματίζει ουρές στα εκδοτήρια, οι αίθουσες ήταν γεμάτες, το χειροκρότημα στους δημιουργούς θερμό, οι ερωτήσεις στους συντελεστές απανωτές. Το φεστιβάλ, εκτός από γιορτή του κινηματογράφου, είναι η γιορτή της πόλης, είναι η εξωστρέφειά της, είναι ο κοινός τόπος και γλώσσα, είναι το ξεπέρασμα των συνόρων, των ηλικιών, των πεποιθήσεων, των διαφόρων, τελικά, ορίων.
Η Ίλντικο Ενιέντι από την Ουγγαρία, που 17 χρόνια πριν είχε παρουσιάσει στη Θεσσαλονίκη την ταινία της «Σίμων ο μάγος» σε συνεργασία με την νυν γενική διευθύντριά του Ελίζ Ζαλαντό, έχει την τιμητική της στο φετινό φεστιβάλ. Η τελευταία της ταινία “On Body and soul” (Η ψυχή και το σώμα) που κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο, με την οποία άνοιξε η αυλαία του φεστιβάλ, είναι ένα ποιητικό σχόλιο στη διαφορετικότητα, σ’ αυτό που είναι αλλά δε φαίνεται, στα όνειρα και την πραγματικότητα, τον πόνο και τη χαρά του να αισθάνεσαι.
Άλλη μια γυναίκα που τιμάται φέτος στο φεστιβάλ είναι η Άιντα Λουπίνο, που με ταινίες της όπως το “Hitch hike” (Ο δολοφόνος της λεωφόρου) τη δεκαετία του ‘50 άλλαξε τον χάρτη για τις γυναίκες δημιουργούς στον κινηματογράφο. Μεγάλο δώρο επίσης το αφιέρωμα στο «άβολο σινεμά» του Σουηδού σκηνοθέτη Ρούμπεν Έστλουντ, παρουσία του ιδίου.
Στο τμήμα των Ειδικών προβολών ξεχώρισε η ταινία “1945″ του Ούγγρου Φερέντς Τούρουκ, που πραγματεύεται τη συλλογική συνενοχή μιας κοινότητας αμέσως τον πόλεμο απέναντι στους Εβραίους πρώην φίλους και γείτονές τους. Στο νέο τμήμα Film Forward που φιλοξενεί ταινίες «στις παρυφές του σινεμά», στα όρια του πειραματισμού ή της εγκατάστασης, προβλήθηκε η ταινία “TripoliCancelled” («Προς Τρίπολη: ακυρώθηκε») του Ναϊμ Μοχαϊεμέν, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε στο πλαίσιο της Documenta 14.
Εμπνευσμένη από την εμπειρία του πατέρα του σκηνοθέτη τη δεκαετία του ‘70, όταν ταξιδεύοντας από την Ινδία στη Λιβύη μέσω Αθήνας έχασε το διαβατήριό του κι έμεινε εννιά μέρες στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Γυρισμένη εξολοκλήρου στο πρώην αεροδρόμιο, με έναν εξαιρετικό Βασίλη Κουκαλάνι, αποδίδει εύστοχα την κατάσταση αναμονής, αδράνειας και αβεβαιότητας στην οποία βρίσκονται οι πρόσφυγες, οι πληθυσμοί σε μετακίνηση.
Θερμή υποδοχή είχε επίσης η ταινία “Ana, mon amour” («Αγαπημένη μου Άννα») του Ρουμάνου Καλίν Πέτερ Νέτζερ στις Ματιές στα Βαλκάνια. Αν και λίγο μακροσκελής και με αρκετά φλας μπακ, ήταν ένα δυνατό σχόλιο στις ισορροπίες και τους συχνά αντιστρεφόμενους ρόλους δύναμης-αδυναμίας, εξουσίας-υποταγής και εξάρτησης μέσα σε μια σχέση.
Στους Ανοιχτούς Ορίζοντες εντάσσεται η ταινία “I am not a witch” («Δεν είμαι μάγισσα»), για τις γυναίκες και ανήλικα κορίτσια που εύκολα θεωρούνται μάγισσες στη Ζάμπια. Σε μια σχετικά συναισθηματικά αποστασιοποιημένη ταινία που μοιάζει με δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, η πρωτοεμφανιζόμενη Ρουνγκάνο Νιόνι, αφρικανικής καταγωγής, εμπνέεται από οικογενειακές διηγήσεις αλλά και από τη διαμονή της σε έναν τόπο συγκέντρωσης αυτών των γυναικών, οι οποίες χρησιμεύουν τελικά ως δωρεάν εργατικό δυναμικό, αλλά και ως τουριστική ατραξιόν. Επίσης στους Ανοιχτούς Ορίζοντες, η ισλανδική “Under thetree” («Κάτω από το δέντρο») του Χάφστειν Γκούναρ Σίγουρδσον είναι ένα κυνικό σχόλιο στις καλά κρυμμένες οικογενειακές πληγές και στη σκληρότητα, αλλά και παραδοξότητα, μιας πολιτικά ορθής κοινωνίας.
Πρεμιέρα για την Ελλάδα έκανε η πολυαναμενόμενη ταινία “Dolphin Man” του Λευτέρη Χαρίτου, μια… διηπειρωτική συμπαραγωγή Ελλάδας-Γαλλίας-Ιταλίας-Καναδά-Ιαπωνίας, που αφηγείται τη ζωή του Ζακ Μαγιόλ, πρωταθλητή της ελεύθερης κατάδυσης που ενέπνευσε την ταινία «Το απέραντο γαλάζιο». Με πλούσιο και πρωτότυπο αρχειακό υλικό και αφηγήσεις ανθρώπων απ’ όλο σχεδόν τον κόσμο, η ταινία συγκίνησε και κατά κάποιο τρόπο αποκατέστησε μύθους και παρεξηγήσεις που είχαν δημιουργηθεί.
Ο ηθοποιός Ζαν Μαρκ Μπαρ, που υποδύθηκε με τόση επιτυχία τον Μαγιόλ και που πρωταγωνιστεί φέτος και στην ταινία του Καπλάνογλου «Σπόρος», ήταν εκεί και μίλησε σε συνέντευξη τύπου για τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο ως πραγματική εναλλακτική στο Χόλιγουντ, αλλά και στις τηλεοπτικές σειρές, για την ανάγκη της πνευματικής σύνδεσης, το σύστημα και τη δύσκολη διαχείριση της διασημότητας, τη δύναμη της αθωότητας που σου επιτρέπει να διατηρείς την κριτική σου ματιά. Για τη θετική του εμπειρία από τη συνεργασία με τον Λαρς φον Τρίερ, για τις εταιρείες-κολοσσούς, όπως οι Netflix και Amazon που ελέγχουν τα πάντα. Για τη σημασία της ελευθερίας για έναν ηθοποιό που εύκολα μπορεί να «ουδετεροποιηθεί», να μετατραπεί σε ένα προϊόν που λέει ό,τι πρέπει να πει και περιφέρεται πουλώντας τον εαυτό του.
Το φεστιβάλ φέτος φιλοξενεί πολλές ελληνικές ταινίες και Έλληνες δημιουργούς. Επίσης συνομιλεί με τέχνες και με νέες τεχνολογίες, όπως την Εικονική πραγματικότητα – μια επιλογή από δέκα ταινίες στην πλειοψηφία τους γαλλικές, μέχρι 10’ η καθεμιά σε διαγωνιστικό τμήμα. Γαλλική και αυτή που είδα, στον χώρο INVR στην Αριστοτέλους: Ήταν το “Kinoscope”, μια ατμοσφαιρική διαδρομή στην ιστορία του κινηματογράφου με την αφήγηση του χολιγουντιανού θρύλου Ντιν Ταβουλάρης. Εγκατάσταση εικονικής πραγματικότητας είχα την ευκαιρία να δω και στην 6η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, στην Αποθήκη Β1 στο λιμάνι.
Αυτά και δεν μαρτυράω άλλα. Όσοι μπορείτε, να πάτε στο φεστιβάλ ή να αναζητήσετε τις ταινίες του. Γιατί τα πιο σημαντικά πράγματα είναι αυτά που είναι κρυμμένα, αυτά που είναι εκτός κάδρου. Αυτά είναι που ίσως μπορούν ν’ αλλάξουν τα πάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου