Οι όροι σεξουαλικής ταυτότητας είναι λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και προσανατολισμό (γκέι, λεσβία, αμφισεξουαλικός,-ή, ετεροφυλόφιλος,-η κ.λπ.).
Αυτοί οι όροι δεν συνδέονται με την ταυτότητα φύλου και ίσως διαφέρουν ανάλογα με το άτομο ή την κουλτούρα. Επιπλέον, η ορολογία
αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και θα συνεχίσει να εξελίσσεται στο μέλλον.
Άρθρο της Αρλίν Κάντσικ/Απόδοση Έφη Ζέρβα
Μονογαμικό: Άτομο που έχει σχέση με ένα άτομο τη φορά
Ομνισέξουαλ (Omnisexual): Το άτομο χωρίς περιορισμούς όσον αφορά τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.
Πανσεξουαλικό (Pansexual) : Άτομο με σεξουαλικό προσανατολισμό ή συναισθηματική έλξη για άτομα ανεξάρτητα από το φύλο τους ή τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό.
Πολυσυντροφικό (Polyamorous): Το άτομο που έχει σχέσεις με περισσότερα από ένα άτομο ταυτόχρονα.
Ρομαντική έλξη: Η διαδικασία κατά την οποία τα άτομα νιώθουν συναισθηματική έλξη και την επιθυμία να κάνουν ρομαντική σχέση με άλλο άτομο.
Σεξουαλικές μειονότητες: Η ομάδα των ατόμων που αυτοπροσδιορίζονται ως ΛΟΑΤΚΙ.
Σεξουαλική έλξη: Η εμπειρία της σεξουαλικής έλξης για ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων.
Σεξουαλικός προσανατολισμός: Αναφορά στα μοτίβα ή στο συγκεκριμένο είδος σωματικής και συναισθηματικής έλξης που βιώνει ένα άτομο προς κάποιο άλλο. Για παράδειγμα, ετεροφυλόφιλο, αμφιφυλόφιλο ή ομοφυλόφιλο. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός μπορεί να αλλάξει κατα τη διάρκεια της ζωής κάποιου και ανάλογα με την περίσταση.
Σεξουαλικότητα: Το πώς κάποιο άτομο βιώνει συναισθηματική και σεξουαλική έλξη.
Στρέιτ (Straight): Άλλος ορος για άτομα με ετεροφυλόφιλο προσανατολισμό ή που έλκονται από άτομα του αντίθετου ή άλλου φύλου. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τόσο cisgender (η αντίληψή του ατόμου για το φύλο του συμφωνεί με το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννησή του) όσο και διεμφυλικά άτομα.
Σύμμαχος (Ally): To άτομο που υποστηρίζει τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, αλλά δεν αυτοπροσδιορίζεται ως μέλος της (π.χ. κάποιο ετεροφυλόφιλο άτομο).
Bi-positive: Η αποδοχή των αμφιφυλόφιλων ατόμων.
Cishet (σισ-ετ): Το άτομο με ταυτότητα φύλου του ταυτίζεται με το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση και είναι ετεροφυλόφιλο.
Cupiosexual: Το άτομο που δεν νιώθει σεξουαλική έλξη, αλλά επιθυμεί να έχει ρομαντική σχέση ή να έχει σεξουαλική συμπεριφορά.
Erasure (διαγραφή): Το να παραβλέπει κάποιος πως υπάρχει φάσμα σεξουαλικότητας.
Gay–positive:Η στάση του να στηρίζουμε και να αποδεχόμαστε τα γκέι άτομα.
Gynesexual/Gynephilic: Έλξη προς τη θηλυκότητα, προς γυναίκες ή θηλυκά άτομα ανεξάρτητα από το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση.
Monosexual: Άτομο με σεξουαλικό προσδιορισμό ή έλξη προς άτομα μόνο ενός φύλου, είτε είναι ετεροφυλόφιλο, είτε γκέι είτε λεσβία.
Neptunic: Για ένα μη δυϊκό άτομο που έλκεται από άντρες.
Outing (άουτινγκ) : Όταν αποκαλύπτεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός κάποιου χωρίς τη συγκατάθεσή του. Αυτό μπορεί να είναι πολύ επιβλαβές, καθώς μπορεί να μην βρίσκονται σε ασφαλές περιβάλλον.
Panromantic: Το άτομο που έλκεται συναισθηματικά από κάποιο άλλο άτομο ανεξάρτητα από το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό του.
Perioriented: Το άτομο με σεξουαλικό και συναισθηματικό προσανατολισμό προς το ίδιο φύλο. Για παράδειγμα, έλκεται σεξουαλικά και ρομαντικά προς γυναίκες.
Polysexual: Το άτομο που με σεξουαλικό προσανατολισμό ή συναισθηματική έλξη για άτομα διαφόρων φύλων.
Pomosexual: Το άτομο που απορρίπτει ταμπέλες αναφορικά με τη σεξουαλική του ταυτότητα ή που δεν αυτοπροσδιορίζεται με συγκεκριμένη ταμπέλα.
Questioning: Η διαδικασία μέσα από την οποία το άτομο διερωτάται, διερευνά ή ανακαλύπτει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του.
Sapiosexual: Άτομο που έλκεται από την ευφυία κάποιου άλλου παρά από άλλο χαρακτηριστικό.
SameGenderLoving (Αγάπη για το ίδιο φύλο): Όρος της μαύρης κοινότητας για να αποδώσει σεξουαλικό προσανατολισμό προς το ίδιο φύλο.
SexAverse (απέχθεια προς το σεξ): Για άτομα που δεν ενδιαφέρονται ή νιώθουν αποστροφή για τη σεξουαλική συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένων των ασεξουαλικών.
Sex Favorable (εύνοια προς το σεξ): Για άτομα ασεξουαλικά, που σε κάποιες περιστάσεις έχουν θετικά συναισθήματα για το σεξ.
SexIndifferent (αδιαφορία για το σεξ): Για άτομα που είναι ασεξουαλικά και αισθάνονται ουδέτερα ως προς τη σεξουαλική συμπεριφορά.
Spectrasexual: Το άτομο που έλκεται από άτομα διαφόρων φύλων.
Varioriented: Όταν το σεξουαλικό ενδιαφέρον και ο ρομαντικός προσανατολισμός κάποιου ατόμου δεν στοχεύει στο ίδιο φύλο. Για παράδειγμα, ένας άντρας έλκεται συναισθηματικά από γυναίκες, αλλά σεξουαλικά και από άντρες και από γυναίκες.
Skoliosexual: Το άτομο που το ελκύουν τρανσέξουαλ και μη δυϊκά άτομα.
Να θυμάστε πως αυτή η λίστα δεν είναι πλήρης και η ορολογία αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τις αλλαγές στους όρους, αλλά ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουμε πως χρησιμοποιούμε συμπεριληπτική γλώσσα είναι να ακούμε και να ρωτάμε κάποιον πώς αυτοπροσδιορίζεται.
Όταν έχετε αμφιβολίες, μην κάνετε υποθέσεις βάσει της δικής σας άποψης, ειδικά αν έχετε εμπειρία προνομίων λόγω ετεροφυλοφιλίας.
Μπορεί να μην κατανοείτε την ανάγκη να είμαστε προσεκτικοί με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, αλλά εκείνοι που έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με διακρίσεις ή προκαταλήψεις, θα εκτιμήσουν την προσπάθειά σας να κατανοήσετε τα πράγματα από τη δική τους οπτική.
Καθώς η ορολογία εξελίσσεται, ίσως δείτε ότι προτιμούν πλέον να χρησιμοποιείτε άλλους όρους. Αντί να νιώσετε σύγχυσή από αυτό το αίτημα, αναγνωρίστε πως δεν μπορείτε να κατανοήσετε πώς είναι να βρίσκεστε στη θέση τους και προσπαθείστε με τη σωστή ορολογία να εκφράσετε την αποδοχή σας..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου