Μια μύχια συνέντευξη του μεγάλου Έλληνα τραγουδιστή στη LIFO, ψηφιοποιείται πρώτη φορά και εκπλήσσει με την τόλμη και την αυτοσαρκαστική της τρυφερότητα
Το 2006 ο Γιώργος Μαρίνος είχε λάβει μέρος στο πρότζεκτ της LIFO «Οι Αθηναίοι». Τη συνέντευξη είχε πάρει ο αρχισυντάκτης Νίκος Ράλλης, ο οποίος θα πέθαινε λίγους μήνες μετά, στα 41 χρόνια του, από σπάνιο αυτοάνοσο. Η συνέντευξη ψηφιοποιείται σήμερα για πρώτη φορά, και έχει ενδιαφέρον για δύο κυρίως σημεία: την αναφορά του στην διαλυμένη παιδική του ηλικία, και στην επίγνωση που είχε ότι σε μια εποχή που οι ομοφυλόφιλοι ήταν κάτι γραφικό ή ξεφτιλισμένο, αυτός μόνος, με πρωτοφανή τόλμη διεκδίκησε όσα η LGBTQI+ κοινότητα θα έκανε αγωνιστική ατζέντα της, δεκαετίες αργότερα.
Σήμερα έχω μάθει να χαίρομαι την αγάπη και την εκτίμηση του κοινού. Παλιά ήμουν θύμα της ανασφάλειάς μου. Θέλω να πω, την καριέρα μου την έχω κάνει, δεν διεκδικώ πλέον κάτι. Την υγεία μου, ίσως. Εννοώ, όταν δουλεύω είμαι καλά, όταν δεν δουλεύω υπάρχει πρόβλημα. Και λέω «πρόβλημα» επειδή είναι αδύνατον να δουλεύω για πολλά χρόνια ακόμα. Είναι ψυχολογική η ανάγκη μου να δουλέψω, δεν είναι οικονομική. Αλλιώς, τρελαίνομαι.
Μέσα σε αυτό το τουρλουμπούκι που είναι η νύχτα και το ελληνικό τραγούδι, αφού μου κάνει κέφι, είπα ας βγω. Το μόνο που φοβόμουν ήταν να μην εκτεθώ. Ξεκίνησα πέρυσι σε μία ξεκούδουνη ημερομηνία, 24 Φεβρουάριου, για αυστηρά τριάντα παραστάσεις. Και ξαφνικά το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο, κάθε μέρα. Υπήρχε μία γενιά, μεταξύ 25-35 που δεν με είχε δει, είχε εικόνα μου μόνο από την τηλεόραση. Μου έλεγαν οι φίλοι μου ότι οι νέοι μ’ αγαπάνε, αλλά δεν περίμενα να ανταποκριθούν έτσι. Υπήρχε και αυτή η βαριά μυθολογία γύρω από το πρόσωπό μου, είχαν ακούσει τόσα πολλά από τους γονείς τους, που ανησυχούσα εάν θα τους άρεσα και στο ζωντανό. Και κόσμος μου παλιός είχε επιφυλάξεις εάν θα ήμουν καλός. Δεν ήταν στο μυαλό μου το πρόβλημα. Αν έβγαινα και από κάτω ήταν χλιαρά, αυτό θα μου απαγόρευε να κάνω όνειρα για το μέλλον.
'Οταν δεν δουλεύω, δεν περνάει ο καιρός. Είναι σαν να σταματάει ο χρόνος. Ο χρόνος σταματάει, εγώ όμως γερνάω. Έχω βέβαια κάποιους καλούς φίλους, μιλάμε και γελάμε, έχω χόμπι: κάνω παζλ, διαβάζω, συλλέγω γραμματόσημα - με τις ώρες. Είναι όλα μοναχικά χόμπι, άμα προσέξεις. Δεν με ενδιαφέρει να βγαίνω έξω όπως παλιά.
Η αστρολογία είναι μανία μεγάλη, θεωρώ τον εαυτό μου αστρολόγο. Διαβάζω 25 χρόνια και έχω κάνει μαθήματα με τη Θεοδώρα Ντάκου. Τύπου μαθήματα, δεν πήγαινα στο σχολείο (γελάει). Όχι, για μένα δεν είναι απάτη. Ούτε είναι ο τρόπος μου να επικοινωνήσω με το άφατο. Έξω τη θεωρούν επιστήμη. Τα άστρα δείχνουν τάσεις, δεν δίνουν συμβουλές. Δεν μπορώ να πω σε κάποιον ότι ιοο% κάτι θα συμβεί. Για σένα, ας πούμε, είναι σίγουρο ότι η δουλειά σου πήγε καλά το 2006. Επίσης, αφέθηκες λίγο σαν άνθρωπος, γιατί, ως Παρθένος, είσαι πάρα πολύ σφιγμένος. Έχεις όμως έναν ωροσκόπο Σκορπιό, πολύ πρόστυχο. Λέω ζώδια συνέχεια... αλλά μην ξεχνάς ότι στη ζωή κερδίζουμε αυτό που αξίζουμε. Και χρειάζεται συνέχεια νέος στόχος.
Ο έρωτας δεν υπάρχει στη ζωή μου πια. Σε καμία απολύτως μορφή. Γιατί κατάλαβα όλο το παιχνίδι που έπαιζα στον εαυτό μου, όλη την ψευδαίσθηση, όλο αυτό το πράγμα που δημιουργούσα - που είναι όμως πολύ γοητευτικό, και ειδικά για τους άλλους, που δεν το περιμένουν.
Τα δραματοποιούσα λίγο τα πράγματα. Δεν είχα και ένα μοντέλο, ότι θα συζήσω με κάποιον άνθρωπο, ας πούμε. Μου είναι πάρα πολύ δύσκολο, ακόμα και με τους καλύτερούς μου φίλους. Ποτέ δεν κατάλαβα την πηγή όλου αυτού του δράματος, του παραμυθιού. Προφανώς στο βάθος ήμουν μάλλον συναισθηματικός τύπος, μα τότε δεν το πίστευα. Από τη στιγμή που μου τελείωσε το συναίσθημα μου τελείωσε και η ερωτική ζωή. Μεγάλωσα πάρα πολύ μόνος μου, χωρίς οικογένεια... Έκτορας Μαλώ... (γελάει) Δεν είχα μία μητριά, είχα δύο. Παιδική ηλικία χάλια.
Αν με είχε επηρεάσει στην τέχνη μου, θα έπρεπε να είχα ανεβάσει τον «Όλιβερ Τουίστ». Αλλά δεν έχουν σημασία όλα αυτά. Η ζωή μου ξεκινάει πραγματικά την ώρα που μπαίνω στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου - κρυφά δίνω εξετάσεις, γιατί ο πατέρας μου ήθελε να δώσω στο Πολυτεχνείο. Τα προηγούμενα χρόνια προσπαθώ να τα ξεχάσω. Αλλά, θες δεν θες, έρχονται. Παιδικές αναμνήσεις, λόγια, το άλλο, το παράλλο.
To «show του Μαρίνου» έγινε σιγά σιγά, δεν έγινε απότομα. Έπαιζα τότε με τον Χορν στο «Αυγό», και ερχόταν ένας άνθρωπος επί 2 μήνες να με πείσει να τραγουδήσω στην Κατακόμβη, μία μπουάτ στην Πλάκα. Εμένα δεν με ενδιέφερε το τραγούδι, απλώς είχε τύχει να τραγουδήσω, στο θέατρο, δύο τραγούδια του Θεοδωράκη, και έπειτα το βασικό τραγούδι στην Οδό Ονείρων. Δεν θα τραγουδούσα εάν ο Βύρων ο Πάλλης, τον έχεις ακουστά, θεός σχωρέστον -πολλά θεός σχωρέστον θα ακούσεις σε αυτή την κουβέντα-, δεν μου είχε πει, είχα ανάγκη και από χρήματα, «γιατί δεν πας; Δεν ξέρεις ποτέ από πού θα σου έρθει η επιτυχία».
Πήγα, και ο χώρος γέμισε από ανθρώπους του θεάτρου, που έρχονταν μαζικά. Η Τζένη η Καρέζη ερχόταν σχεδόν κάθε βράδυ στην Κατακόμβη. Εκεί διαμορφωνόταν σιγά σιγά το πρόγραμμα, ασυναίσθητα. Την άλλη χρονιά κατακόρυφη άνοδος, ανέβηκα στα «Ταβάνια», που ήταν... από πάνω. Δεν είχα κείμενα ακόμα, κανα αστείο έλεγα όταν έβρισκα, ή πήγαινα στα τραπέζια και έλεγα κανα κουτσομπολιό. Κυρίως όμως τραγουδούσα. Ξεκίνησα με κείμενα δικά μου, όχι κείμενα ακριβώς, γιατί εγώ δεν ξέρω να γράφω ούτε το όνομά μου. Είχα κάποιες ιδέες. Ήταν μέσα στη δικτατορία, και εγώ σατίριζα τον Παπαδόπουλο. Ένα άλλο λεγόταν «Η πουτάνα δια μέσου των αιώνων», ξεκινώντας από την Ηλέκτρα, που δεν ήταν καθόλου πουτάνα. Αυτά που έλεγα δεν μεταφέρονται, θα στα πω για δική μας πλάκα. Ένα αριστούργημα.
Και πάλι δεν είχα αποφασίσει ότι αυτός ήταν ο δρόμος μου. Είχα έναν κρυφό φόβο μέσα μου. Κάποια στιγμή, ήταν τίγκα το μαγαζί, δεν έπεφτε καρφίτσα, τότε στις μπουάτ δεν είχε μετρ ή γκαρσόνια, και -σε κάποια στιγμή του προγράμματος που δεν ακουγόταν κιχ- κάποιος με ξεφώνισε. Είπα πράγματα τα οποία δεν θυμάμαι, όχι επιθετικά αλλά του τύπου; «Εγώ τα έχω πει. Αυτός είμαι, δεν νομίζω ότι σας κοροϊδεύω, αυτό μπορώ να κάνω, αυτό κάνω.» Και μετά είπα; «Δεν μπορώ να συνεχίσω αν δεν φύγει ο κύριος. Για όσους δεν άκουσαν, είπε αυτό...» Και εξεβράσθη από το κοινό το ίδιο. Τον πήραν σηκωτό και τον πέταξαν έξω. Ήταν μία πράξη επαναστατική για την εποχή και, σήμερα που τα πράγματα έχουν αλλάξει, θεωρώ ότι βοήθησα κι εγώ λίγο, έβαλα το λιθαράκι μου. Μέχρι τότε, οι Έλληνες γκέι ήταν ένας μεγάλος συνθέτης ή ένας μεγάλος ζωγράφος. Κανείς που να βγαίνει στην πίστα, σε άμεση επαφή με το κοινό. Η πίστα είναι πράγμα άγριο. Αμέσως μετά, εντελώς απρογραμμάτιστα, είπα τον «Ηθοποιό»... Έπεσε το μαγαζί κάτω. Σηκώθηκε ο κόσμος όρθιος και χειροκροτούσε. Εγώ εξαφανίστηκα στην κουζίνα και έκλαιγα, έκλαιγα με τις ώρες. Γιατί δεν είναι εύκολο να τα βάζεις με τριακόσια άτομα, είναι περίεργο, είναι too much. Όποτε κλαίω, εμένα μου βγαίνει σε καλό. Έκλαψα κι έκλαψα κι έκλαψα, και μετά είπα «τώρα θα κάνω καριέρα».
Αν μπορούσα να ξαναζήσω ως straight, δεν νομίζω ότι θα είχε διαφορά η ζωή μου. Θα ζούσα την ίδια ζωή. Ζούσα σε μία εποχή Brokeback Mountain, αλλά δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα να πω την αλήθεια. Ό,τι έχω κάνει, το υπογράφω. Με το πέρασμα του χρόνου το κοινό το εξετίμησε αυτό. Τώρα εισπράττω την αγάπη του, ίσως επειδή έχω ξεκαβαλήσει την πεντακοσάρα μου μηχανή. Σχεδόν ποτέ όμως δεν μου έκανε κάποιος μία νύξη κακή. Γενικώς, ήμουν τούκα προ, όλους τους προλάβαινα. Τι να σου πούνε; Όταν πας και τους λες «εγώ κύριε είμαι ομοφυλόφιλος», τι να σου πούνε; «Ρε πούστη»; Δεν είχα ενοχές και τύψεις, άρα δεν μπορούσε κανείς να με πληγώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου