«Και μένα τι με νοιάζει;», «Τι μας το λέει τώρα;», «Ας κάνει ό,τι θέλει καθένας στο κρεβάτι του». Οι παραπάνω φράσεις είναι μόνο μερικές από τις μομφές -μεταμφιεσμένες σε οιονεί φιλελεύθερα και χιλιομηρυκασμένα σλόγκαν- που διατυπώθηκαν φλύαρα και με σπουδή αμέσως μετά την κυκλοφορία της είδησης ότι ο Γιώργος Περρής μίλησε για πρώτη φορά για τη σεξουαλική ταυτότητά του στην αμερικανική έκδοση του περιοδικού «People».
Ο αυτοματισμός των ομοφοβικών αντιδράσεων είναι τελικά και αυτός που δικαιώνει μέχρι κεραίας την απόφαση του καλλιτέχνη. Προφανώς και κανείς δεν θα έδινε δεκάρα αν ένας ετεροφυλόφιλος άνδρας ρωτούνταν για την ερωτική ζωή του ή μια ετεροφυλόφιλη γυναίκα καλούνταν να αναμετρηθεί από τους δημοσιογράφους με την κλισέ ερώτηση σχετικά με τον γάμο, τα παιδιά και την οικογένεια.
Θα ήταν μία ακόμα ημέρα στο γραφείο. Ωστόσο, στην περίπτωση του Περρή είχαμε πρωταγωνιστή έναν ομοφυλόφιλο άνδρα ο οποίος με νηφαλιότητα και θάρρος δήλωσε ανάμεσα σε άλλα: «Ποτέ δεν κρύφτηκα στη ζωή μου, πάντα ζούσα έτσι ακριβώς όπως ήθελα, απλώς δεν είχα βρει το κουράγιο να μιλήσω γι’ αυτό δημόσια. Νιώθω ανακουφισμένος, είμαι χαρούμενος και υπερήφανος για τον εαυτό μου που μπορώ να το κάνω πλέον». Αυτό που για τον τραγουδιστή είναι ένα μικρό βήμα, για την ελληνική, τουλάχιστον, κοινωνία που επιμένει να περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της ετεροκανονικότητας θα μπορούσε να γίνει ένα πραγματικό άλμα.
Αλλωστε, όπως ο ίδιος είπε, μεγάλωσε κουβαλώντας μια ανομολόγητη ενοχή, τρέφοντας την πεποίθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον ίδιο. Γιατί; Διότι αισθανόταν αφόρητα αταίριαστος με τον κυρίαρχο κοινωνικό κανόνα, πως δηλαδή οι άνδρες ερωτεύονται γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Οτιδήποτε άλλο θεωρούνταν -και από πολλούς εξακολουθεί να θεωρείται- από ανήκουστο έως αφύσικο.
Η Ελλάδα που πληγώνει
Ο τραγουδιστής δεν αποφάσισε έτσι ξαφνικά να βγει στη ρούγα των μέσων ενημέρωσης και να διατρανώσει τη σεξουαλικότητά του. Αφορμή για την προσωπική εξομολόγηση με το δυνητικά οικουμενικό αντίκρισμα ήταν η κυκλοφορία του νέου του άλμπουμ με τίτλο «No Armor», δηλαδή χωρίς πανοπλία. Πάντως, φρόντισε να διευκρινίσει ότι δεν θεωρεί τη «συνταρακτική», όπως πουλήθηκε στα ελληνικά media, αποκάλυψή του ένα coming out, αφού επισημαίνει ότι ποτέ δεν κρύφτηκε και πάντοτε ζούσε με τον τρόπο που ο ίδιος ήθελε. Οσο για την απορία πολλών γιατί επέλεξε ένα διεθνές και όχι κάποιο εγχώριο μέσο για την de profundis εξομολόγησή του, η απάντηση είναι ότι την τελευταία δεκαετία ο Περρής ζει περισσότερο εκτός παρά εντός των ελληνικών συνόρων.
Του λόγου το ασφαλές επισφραγίζουν το δισκογραφικό συμβόλαιό του με την εμβληματική Decca Records, η συνεργασία του με τον Μισέλ Λεγκράν, οι συναυλίες του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τον Καναδά, όπου το προσωνύμιό του είναι «The Greek Singer». Ο ίδιος φροντίζει να δικαιώνει το διεθνές ακροατήριό του ανοίγοντας πάντα τις συναυλίες του με κάποιο ελληνικό τραγούδι. Οταν ο Περρής πήρε των ομματιών του και έφυγε από την Ελλάδα το 2009, φόρτωσε τις αποσκευές του με καντάρια απογοήτευσης. Οπως έχει πει, οι δισκογραφικές εταιρείες και οι μάνατζερ δεν ήξεραν τι να τον κάνουν και πού να τον κατατάξουν καλλιτεχνικά.
«Μου ζητούσαν να πάω σε ένα ρεπερτόριο που εγώ ενστικτωδώς ήξερα ότι δεν μου ταίριαζε, όμως δεν μπορούσα να το εκφράσω σωστά. Εχω κι ένα ελάττωμα το οποίο προσπαθώ να αποβάλω όσο περνούν τα χρόνια. Εχασα πολύ χρόνο προσπαθώντας να είμαι αρεστός σε όλους. Είχα την ανάγκη να με αγαπήσουν όλοι. Και αυτό με έκανε να μην μπορώ να πω όχι. Παρότι άκουσα το ένστικτό μου και δεν πήγα στη νύχτα, στο εύκολο τραγούδι, υπήρξε ένα κρίσιμο σημείο όπου θα μπορούσα να είχα παρασυρθεί. Είμαι πολύ χαρούμενος που τελικά το απέφυγα», αφηγούνταν το καλοκαίρι του 2020 σε συνέντευξή του στο «Gala».
Ο ίδιος δεν ένιωθε ποτέ άπατρις. «Πατρίδα είναι αυτό που κουβαλά κανείς μέσα του. Εγώ στη φωνή μου, στα μάτια μου, στη μούρη μου, στον τρόπο μου έχω την Ελλάδα, παρότι είμαι μισός Γάλλος, από τη μητέρα μου. Η Ελλάδα είναι η χώρα μου, με μεγάλωσε, μου έμαθε, εδώ ξεκίνησα. Oλα είναι εδώ», έχει πει.
Celebrity coming out
Πολλοί με αφορμή τον Περρή παρατήρησαν -μάλλον ελαφρά τη καρδία και προφανώς χωρίς να βουτήξουν τη γλώσσα στο μυαλό τους- ότι η δημόσια παραδοχή της σεξουαλικότητας από αναγνωρίσιμους και διάσημους ανθρώπους είναι αποτέλεσμα τάσης. Δηλαδή ένα τέχνασμα των celebrities για να προσελκύουν δημοσιότητα, να καταναλώνουν τηλεοπτικό χρόνο και να πιάνουν χώρο στα κοινωνικά δίκτυα. Είναι όμως έτσι; Η περίπτωση του Γιώργου Καπουτζίδη, ενός δημιουργού που κεφαλαιοποιεί την αναγνωρισιμότητα, την επιρροή και την επιδραστικότητά του για να υπενθυμίζει το αυτονόητο και όχι, όπως συνηθίζεται, για να ακκίζεται, είναι το καλύτερο αντίβαρο στην παραπάνω αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη άποψη.
Πρόσφατα ο Γιώργος Καπουτζίδης ήταν φιλοξενούμενος (μέσω τηλεδιάσκεψης, από το νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται ύστερα από ατύχημα που είχε) στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, όπου και είχε την ευκαιρία να μιλήσει για το ευρύτερο νόημα της νέας σειράς του «Σέρρες». Σε ειδική συζήτηση για την καταπολέμηση του αποκλεισμού και των διακρίσεων, ο ηθοποιός και σεναριογράφος αναφέρθηκε στη σημασία της προβολής των ΛΟΑΤΚΙ ζητημάτων ακόμη και μέσω της τηλεοπτικής μυθοπλασίας.
Δείτε την παρέμβαση Καπουτζίδη από το 17:19 έως το 27:27
Ακολουθεί η τοποθέτηση του Γιώργου Καπουτζίδη:
«Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος και πολύ περήφανος γι' αυτή τη δουλειά, νιώθω ότι είναι η πιο ώριμη δουλειά που έχω κάνει και η πιο ειλικρινής. Είναι μια δουλειά που ξεκίνησε από ένα πραγματικό περιστατικό: Ο πατέρας μου είχε σπάσει το χέρι του και ανεβήκαμε μαζί με την αδελφή μου στις Σέρρες για να τον βοηθήσουμε. Οπότε κάπως έτσι ξεκίνησα να γράφω αυτή τη σειρά.
Αρχικά σκέφτηκα ότι εγώ δεν έχω βιώσει αποκλεισμό εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στο χώρο της εργασίας μου. Διότι εγώ γράφω τις σειρές μου, εγώ παίζω -γράφω ρόλο για εμένα, οπότε δεν έχω βιώσει αποκλεισμό.
Μετά όμως συνειδητοποίησα ότι έχω βιώσει αποκλεισμό -και πολύ έντονο μάλιστα. Από τη δεκαετία του '70 που ξεκίνησαν να υπάρχουν ελληνικές σειρές μέχρι και φέτος, πρέπει να έχουν γίνει πάνω-κάτω 800 ίσως και 1.000 σήριαλ. Αλλά ούτε μία σειρά, ούτε μία ανάμεσα σε αυτές τις χίλιες, δεν έχει για κεντρικό χαρακτήρα έναν γκέι, δεν είναι ο πυρήνας, δηλαδή, της ιστορίας.
Αρχικά ήταν ο τύπος με τον οποίον έσπαγαν όλοι πλάκα και αργότερα, όταν κάποιοι -ευτυχώς- εγκατέλειψαν αυτό το μοτίβο, ο γκέι χαρακτήρας έγινε ένας φίλος, ο πιστός φιλος της πρωταγωνίστριας που τη βοηθούσε στα ερωτικά της ή ένας άλλος φίλος μέσα σε μία παρέα, ή ένας τύπος που βιώνει μια απορριπτική συμπεριφορά και πρέπει να τον λυπηθούμε κ.λπ. Αλλά ποτέ, ποτέ, ο γκέι χαρακτήρας δεν είναι ο πυρήνας. Δεν είναι αυτός που διηγείται την ιστορία. Και εκεί κατάλαβα τι αποκλεισμό βιώνουμε.
Ως γκέι άνθρωπος έχω βιώσει έρωτες ωραίους, ωραίες σχέσεις, χωρισμούς, κατάγματα, έχω ζήσει πολλά πράγματα και δεν μπορώ να τα διηγηθώ. Δεν έχω το δικαίωμα να διηγηθώ την ιστορία μου. Για πολλούς λόγους: Άλλοι δεν διηγούμαστε την ιστορία μας γιατί δεν θέλουμε 'να εκτεθούμε'. Άλλοι δεν διηγούμαστε τις ιστορίες μας γιατί έχουμε την αίσθηση ότι μάλλον δεν θα γίνουν δεκτή, δεν θα τη δει ο κόσμος, ή δεν θα τη θέλει το κανάλι. Και άλλοι τολμηροί, οι οποίοι διηγούνται την ιστορία τους με έναν γκέι πρωταγωνιστή πέφτουν επάνω σε έναν τοίχο. Στον τοίχο που θα ορθώσει μια εταιρεία παραγωγής, ή ένα κανάλι και θα πει ότι αυτή η σειρά δεν αφορά κανέναν.
Έχω την αίσθηση ότι ο λόγος που δόθηκε το πράσινο φως στις «Σέρρες» είναι ότι το έγραψε ένας άνθρωπος που έχει κάνει τηλεοπτικές επιτυχίες στο παρελθόν. Δεν ξέρω εάν ένα νέο παιδί έγραφε το ίδιο σενάριο θα γινόταν δεκτό. Και αυτό είναι ακόμη στενάχωρο, είναι αυτό που πρέπει να αλλάξουμε. Γιατί πρέπει να μπορούμε να διηγηθούμε τις ιστορίες μας.
Παράδειγμα: Αν έγραφα μια ιστορία για ένα φαροφύλακα σε ένα νησί της άγονης γραμμής. Που βρίσκει μια γυναίκα ημιλιπόθυμη στην παραλία, την πλησιάζει και βλέπει ότι την έχει δαγκώσει οχιά, της βγάλει το δηλητήριο, την πάει στο Κέντρο Υγείας όπου εκείνη συνέρχεται, τον βλέπει, τον ερωτεύεται. Κι αυτός την ερωτεύεται αλλά εκείνη είναι μία γκαλερίστα στη Νέα Υόρκη και πώς θα προχωρήσει αυτή η σχέση; Ένας φαροφύλακας στη Σίκινο με μία γκαλερίστα στη Νέα Υόρκη; Αυτό το σαχλό, συγνώμη που το λέω, σενάριο, αν το πήγαινα στα κανάλια, θα το δέχονταν όλα. Και ρωτάω: Είστε φαροφύλακες; Όχι. Μπορείτε να ταυτιστείτε με τη γκαλερίστα της Νέας Υόρκης; Όχι. Μπορείτε να ταυτιστείτε με την οχιά; Όχι. Κανένας. Ωστόσο, θα μου πούνε ότι αυτό είναι ένα σίριαλ που ο κόσμος θα το αγαπήσει. Εγώ λοιπόν έχω γράψει ένα σενάριο που η βάση του είναι ότι ένας γιος πηγαίνει στην πόλη του, επιστρέφει στις Σέρρες, γιατί ο πατέρας του έμεινε χήρος. Έχει χαθεί η μητέρα και έχει μείνει μόνος του ο μπαμπάς. Και σας ρωτάω: Δεν είμαστε όλοι γιοί και κόρες, δεν είμαστε παιδιά κάποιου; Δεν έχουμε όλοι, μα όλοι -φαροφύλακες, γκαλερίστες, οι πάντες- το φόβο του τι θα κάνω αν ο ένας γονιός μου μείνει μόνος;
Είναι μια ιστορία με την οποίαν ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί και ωστόσο, επειδή ο πρωταγωνιστής της είναι γκέι θα μου έλεγαν ότι είναι μια ιστορία για ειδικό κοινό. Κι όμως είναι για όλο το κοινό και είναι η πιο ειλικρινής ιστορία που έχω γράψει. Ξεκινά, άλλωστε, από ένα πραγματικό περιστατικό.
Θεωρώ ότι είναι ό,τι πιο σημαντικό έχω κάνει και με συγκινεί πολύ, διότι είναι μια ιστορία που θα μπορέσει να εμπνεύσει. Να εμπνεύσει τα γκέι αγόρια, τα τρανς άτομα, τα γκέι κορίτσια, αλλά θα εμπνεύσει επίσης και τους γονείς τους. Θα αλλάξει τις ισορροπίες μέσα στην ελληνική οικογένεια. Επειδή υπάρχει η προοπτική να παιχτεί κιόλας σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, με τις οποίες ο Αντ1 έχει εμπορική συνεργασία, που είναι χώρες στις οποίες τα ζητήματα ΛΟΑΤΚΙ ξέρουμε ότι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση από την Ελλάδα, νιώθω ότι αυτή η επιρροή θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη. Μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες μέσα στην ελληνική οικογένεια.
Ας μην ξεχνάμε ότι δεν είμαστε μόνο εμείς, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα τα οποία ακούμε τις γνωστές προσβολές, χυδαιότητες, ανοησίες καθημερινά και που έχουμε μάθει και τις ξεπερνάμε. Κάθε φορά που κάποιος βγαίνει στην τηλεόραση, στο δημόσιο λόγο και καταφέρεται εναντίον μας, κάθε φορά που κάποιος μας μιλάει με απαξιωτικό τρόπο, κάθε φορά που κάποιος λέει ότι δεν είμαστε ικανοί να γίνουμε γονείς, ότι δεν είμαστε καλοί για οποιαδήποτε δουλειά, θίγει τους γονείς μας. Πληγώνει τους γονείς μας. Τους κάνει να ντρέπονται, τους κάνει να γεμίζουν με τύψεις και ενοχές, για κάτι που δεν θα έπρεπε να έχουν τύψεις και ενοχές.
Γι' αυτό νιώθω ότι αυτή η σειρά θα εμπνεύσει και παιδιά και γονείς -κι ας ακούγεται αυτό πολύ συντηρητικό. Και θα γίνει και πολύ γρήγορα. Γιατί όταν κάποιοι διάβασαν το σενάριο και είπαν ότι είναι πάρα πολύ ωραίο, αλλά μήπως θα χρειάζονταν περισσότερες συγκρούσεις; Γιατί πατέρας και γιος μονοιάζουν -γιατί η σχέση τους ήταν κατεστραμμένη- από το δεύτερο επεισόδιο. Κι εγώ λέω 'ναι, γιατί είναι τόσο απλό. Πρέπει να κάνεις ένα κλικ μέσα σου και να πεις 'το παιδί μου είναι. Το αγαπάω. Πάει και τελείωσε'».
Και ο Φώτης Σεργουλόπουλος έχει επίσης τοποθετηθεί ανοιχτά και απροσποίητα για τη σεξουαλικότητα, τη ζωή και την οικογένεια που έχει δημιουργήσει, αλλά και ο Νίκος Μουτσινάς, ο οποίος το καλοκαίρι του 2020 έδωσε συνέντευξη στο περιοδικό «DownTown» Κύπρου μιλώντας εμμέσως πλην σαφώς για τη διαφορετικότητα.
Ναι, ζούμε σε έναν κόσμο όπου πλέον η Κρίστεν Στιούαρτ μπορεί να πηγαίνει χέρι-χέρι στα Οσκαρ με το κορίτσι της, η Κάρα Ντελεβίν να μη νιώθει δακτυλοδεικτούμενη όταν αναφέρεται στη ρευστή σεξουαλικότητά της και η Εμα Κόριν, η πολυσυζητημένη πρωταγωνίστρια του «The Crown» που ενσάρκωσε την Νταϊάνα στον τρίτο και τέταρτο κύκλο της σειράς, να αυτοπροσδιορίζεται στις συνεντεύξεις της ως queer. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.
Χρειάστηκε κάποιοι να μιλήσουν, να αναλάβουν την ευθύνη της ύπαρξής τους και να σηκώσουν το βάρος των αντιδράσεων, της κατακραυγής, ακόμα και της απομόνωσης για να μπορεί κανείς σήμερα να υπερασπίζεται αναπολογητικά τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό που είναι. Το 2003 το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε πρόστιμο 100.000 ευρώ στη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Κλείσε τα μάτια» λόγω της περίφημης πια σκηνής του ομοφυλοφιλικού φιλιού.
Το θέμα αναδείχθηκε τότε ακόμα και σε ρεπορτάζ από το BBC, ενώ το 2006 το Συμβούλιο της Επικρατείας υπεραμύνθηκε της κοινής λογικής με την απόφασή του να ακυρώσει την εν λόγω χρηματική ποινή. Βέβαια το ΕΣΡ επανήλθε έναν χρόνο αργότερα επιτιθέμενο αυτή τη φορά στον Μπομπ Σφουγγαράκη, με το σκεπτικό ότι έβλαπτε την πνευματική και ηθική ανάπτυξη των ανήλικων παιδιών. Αλήθεια τώρα;
Το μεγαλύτερο βέβαια #Cancel -πολύ πριν από την επινόηση του όρου- στην τηλεοπτική, τουλάχιστον, ιστορία δεν είχε συμβεί στην Ελλάδα, αλλά στις ΗΠΑ με πρωταγωνίστρια την καλύτερη ίσως σήμερα τηλεπαρουσιάστρια στον κόσμο. Το 1996 η Ελεν ΝτεΤζένερις, ανερχόμενο τότε αστέρι της τηλεοπτικής σειράς «Ellen», αποφάσισε να κάνει το δημόσιο coming out της μέσω του ρόλου της. Ηθελε κότσια για να γίνεις η πρώτη ανοιχτά ομοφυλόφιλη ηρωίδα στην ιστορία της αμερικανικής τηλεόρασης. Το τόλμησε, αλλά οι αντιδράσεις ήταν αναπάντεχα σφοδρές. Μεγάλοι διαφημιζόμενοι απέσυραν κακήν κακώς τα πακέτα τους από την ώρα προβολής της σειράς της -ανάμεσά τους η Chrysler, τα McDonald’s και η Domino’s Pizza- και η καριέρα της ηθοποιού βρέθηκε σε ελεύθερη πτώση.
Παρότι η βιομηχανία του θεάματος με προεξάρχουσες την Οπρα Γουίνφρι και την ηθοποιό Λόρα Ντερν την υποστήριξαν συμμετέχοντας στο επίμαχο επεισόδιο, η σειρά λίγες εβδομάδες αργότερα έριξε πρόωρα τίτλους τέλους. Η ΝτεΤζένερις, που εν τω μεταξύ έκανε ένα μνημειώδες εξώφυλλο στο περιοδικό «Time» με τίτλο «Yep, I’m gay», απαξιώθηκε. Κοινωνικά αλλά και επαγγελματικά. «Δεν είχα ιδέα για το μίσος που θα εισέπραττα. Δέχτηκα ακόμα και απειλές θανάτου. Ηταν μια τρομακτική περίοδος», αφηγούνταν η ίδια μια εικοσαετία αργότερα σε συνέντευξή της, όταν πια είχε επανεφεύρει τον εαυτό της επαγγελματικά, αλλά κυρίως όταν η κοινωνία ήταν αρκετά σοφότερη για να μη βλέπει με μισό μάτι ή ως νούμερο κάποιου freak show τον γάμο της με την αγαπημένη της Πόρσια Ντε Ρόσι.
Αν οι άνθρωποι δεν υποστηρίξουν αυτό που είναι και φέρουν, κανείς δεν πρόκειται να το κάνει για εκείνους. Ή τουλάχιστον τόσο καλά όσο θα το έκαναν οι ίδιοι. Αυτό τουλάχιστον επισημαίνουν οι περιπτώσεις όλων αυτών που μιλούν όχι μόνο θαρραλέα, αλλά κυρίως αναπολογητικά, σπάζοντας την ομερτά που οι ετεροκανονικές κοινωνίες προσκυνούσαν ως θέσφατο. Πλέον ακόμα και ένας παλαίμαχος Bachelor μπορεί να ομολογεί δημόσια πως είναι ομοφυλόφιλος. Ο 29χρονος Κόλτον Αντεργουντ, πρώην παίκτης του NFL, ανδρωμένος δηλαδή σε ένα αναπόδραστα πατριαρχικό σύστημα, και πολύφερνος γαμπρός στο αμερικανικό ριάλιτι εξεύρεσης του τέλειου άλλου μισού, παραδέχτηκε πριν από έναν χρόνο σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Good Morning America» του ABC ότι είναι ομοφυλόφιλος.
Η ιστορία του μάλιστα και η διαδρομή του προς την αποδοχή του εαυτού του ακολουθήθηκαν βήμα-βήμα από ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων του Netflix, το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, κατέγραψε τη σπουδαιότητα της ύπαρξης ενός δικτύου υποστήριξης στον δρόμο προς το coming out, αλλά και το πόσο θετικά μπορούν να επιδράσουν τα παραδείγματα ανθρώπων που δεν υποδούλωσαν την ταυτότητά τους στα κοινωνικά πρέπει.
Οι ιστορίες του Αντεργουντ, του Περρή, της Ντελεβίν, του Καπουτζίδη και όλων εκείνων που δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να απολογηθούν, αλλά διεκδικούν το δικαίωμά τους να υπάρχουν επί ίσοις όροις, είναι τελικά παράλληλες με τις ιστορίες εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν ζητούν κατανόηση, αποδοχή ή άδεια από τους άλλους, αλλά υπερασπίζονται το αυτονόητο και κατοχυρωμένο δικαίωμά τους: να είναι αυτοί που είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου