Κάνουμε #cinematherapy βλέποντας ταινίες που χαλαρώνουν, φτιάχνουν το κέφι και πάνε κόντρα στην κλειστοφοβική διάθεση.
«Η ετεροκανονικότητα δεν πρέπει να γίνεται κανονικότητα» μου είχε πει μια κοπέλα σε ένα λουσμένο με γκλίτερ πάρτι, κι αυτήν ακριβώς την ατάκα σκεφτόμουν βλέποντας το «But I'm a Cheerleader» (1999) της Τζέιμι Μπάμπιτ, μιας και η ταινία ενσαρκώνει απόλυτα το πνεύμα της παραπάνω κουβέντας.
«Η ετεροκανονικότητα δεν πρέπει να γίνεται κανονικότητα» μου είχε πει μια κοπέλα σε ένα λουσμένο με γκλίτερ πάρτι, κι αυτήν ακριβώς την ατάκα σκεφτόμουν βλέποντας το «But I'm a Cheerleader» (1999) της Τζέιμι Μπάμπιτ, μιας και η ταινία ενσαρκώνει απόλυτα το πνεύμα της παραπάνω κουβέντας.
Ίσως να μη σας λέει κάτι από μόνο του το όνομα της Μπάμπιτ, όμως θα έχετε δει σίγουρα κάποια από τις τηλεοπτικές σειρές που σκηνοθέτησε. Όπως το προσωπικά λατρεμένο «Οικογένεια Γκίλμορ» ή το ανατρεπτικό «Girls» της Λένα Ντάναμ, όπου εκτός του ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες βρίσκονται στο προσκήνιο, οι σειρές αυτές φέρνουν στην επιφάνεια ουσιαστικές απεικονίσεις της θηλυκότητας και της σεξουαλικότητας εν γένει. Πρόκειται για θεματικές που απασχολούσαν την Μπάμπιτ από τη δεκαετία του '90, όταν έκανε τα πρώτα της βήματα στο σινεμά. Έναν ανδροκρατούμενο χώρο της βιομηχανίας του θεάματος, τον οποίο η δημιουργός φιλοδοξούσε να αλλάξει. Οι ταινίες που οραματιζόταν έκαναν πράξη τη συμπερίληψη, ενώ πέταγαν από το παράθυρο την ομοφοβία. Αυτή η διάθεση, σε συνδυασμό με ένα άρθρο που έπεσε στα χέρια της Μπάμπιτ, ενέπνευσαν ένα από τα πιο camp, ξέγνοιαστα, αστεία και ρομαντικά φιλμ της τελευταίας χρονιάς του 20ου αιώνα.
Στο «But I'm a Cheerleader» πρωταγωνιστεί η Νατάσα Λιόν, στο απόγειο της δημοφιλίας της τότε, προτού βρει και εκείνη σουξέ στην τηλεόραση («Orange is the New Black», «Russian Doll»). Στην ταινία υποδύεται μια 17χρονη, η οποία υποχρεώνεται από τους γονείς της να υποστεί μια «διορθωτική θεραπεία» ώστε να ξεπεράσει την ομοφυλοφιλία της. Τη διαδικασία θα αναλάβει ένα ειδικό κέντρο «αποκατάστασης» όπου αναγκάζεται να μείνει ο χαρακτήρας της Λιόν.
Τα σκηνικά και τα κουστούμια που μοιάζουν βγαλμένα από ταινία του Τζον Γουότερς, με κυρίαρχα τα έντονα χρώματα, συμπληρώνουν την ποπ υπερβολή που διατρέχει τον γενετικό κώδικα του «Cheerleader» και κατά συνέπεια τους χαρακτήρες. Όλοι τους αντικατοπτρίζουν από ένα διαφορετικό, οικείο σε όλους, στερεότυπο, όπως το καλό και έντιμο κορίτσι, τον θηλυπρεπή ομοφυλόφιλο κ.ο.κ. Η Μπάμπιτ παρωδεί χωρίς έλεος με στόχο να ανατρέψει αυτά τα στερεότυπα, κάτι που συμβαίνει στο δεύτερο μέρος της ταινίας.
Αυτό που ξεκινάει σα μια ανεξέλεγκτη κωμωδία, προοδευτικά αποκτά έναν ειλικρινή ρομαντισμό ο οποίος βοηθά να απελευθερωθεί η ανθρωπιά των ηρωίδων. Την ίδια στιγμή, όπως όταν στο κέντρο τα αγόρια υποχρεώνονται να φοράνε μπλε και τα κορίτσια ροζ, απογυμνώνεται η κοντόφθαλμη λογική των συντηρητικών σχετικά με το φύλο. Η Μπάμπιτ τα φέρνει όλα τούμπα, με το πιο δυνατό όπλο όλων, το χιούμορ.
Για αυτό και σήμερα η ταινία θεωρείται queer classic, με τους μικρούς ρόλους προσωπικοτήτων όπως η Μινκ Στόουλ (σταθερή παρουσία στις ταινίες του Γουότερς) και ο σούπερ σταρ ΡουΠολ, να ενισχύουν τη φήμη της. Επιπλέον όμως, το «But I'm a Cheerleader» ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που ανέδειξαν σε ένα μαζικό κοινό τη λειτουργία αυτών των «κέντρων αποκατάστασης», τα οποία μπορεί σε εμάς να φαντάζουν εξωπραγματικά, αλλά στις ΗΠΑ αποτελούν πραγματικότητα. Χαίρουν μάλιστα της στήριξης του αντιπροέδρου Μάικ Πενς...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου