Menu

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Σ’ έξαρση ο ρατσισμός στην Κύπρο

Ρατσισμός είναι η αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους, αλλά διαχωρίζονται σε ανώτερους και κατώτερους.
Διακρίνονται είτε από το χρώμα του δέρματος, την εθνικότητα, τη θρησκεία, το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Η μάστιγα λοιπόν του ρατσισμού άρχισε να κάνει ένα δυναμικό comeback στην Κύπρο. Μπορεί για αρκετά χρόνια αυτό το φαινόμενο να έχει είτε μειωθεί, είτε αποκρυφθεί αφού αρκετά θύματα ρατσισμού να μην προέβαιναν σε καταγγελίες στην Αστυνομία, όμως τα τελευταία δύο χρόνια παρουσιάζει εκ νέου έξαρση.
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Αστυνομίας, το 2017 ήταν η δεύτερη χειρότερη χρονιά της τελευταίας δωδεκαετίας με συνολικά 27 περιστατικά να έχουν καταγγελθεί στις αρχές. Πρώτο παραμένει το 2010 με 34 καταγγελίες, ενώ στο ενδιάμεσο το φαινόμενο είχε αρχίσει να μειώνεται με 16 περιστατικά το 2011, 14 το 2012, ενώ το 2013  έφτασε στα 8 περιστατικά.

Συγκεκριμένα για το 2017, από τις 27 υποθέσεις υπήρξαν 16 απλές καταγραφές, ενώ για τις υπόλοιπες 11 έχουν καταχωρηθεί ποινικές υποθέσεις. Σε σύγκριση μάλιστα με τα προηγούμενα χρόνια παρατηρείται τεράστια αύξηση στις απλές καταγραφές οι οποίες γίνονται κυρίως για λόγους του γραφείου ευημερίας και τα θύματα για δική τους επιλογή δεν προχωρούν σε καταγγελία.

Από τα 27 περιστατικά που σημειώθηκαν πέρυσι, τα 22 αφορούσαν φραστικές επιθέσεις, εκφράσεις/πράξεις μίσους, απειλές και άλλες πέντε επιθέσεις κατά προσώπου και κατά περιουσίας.

Εξάλλου από το 2005 μέχρι το 2014 υπήρξαν συνολικά 51 καταδίκες για περιστατικά ρατσισμού, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια έχουν καταωρηθεί στο δικαστήριο 11 υποθέσεις εκ των οποίων οι εννιά βρίσκονται υπό εκδίκαση, ενώ άλλες δύο έχουν ανασταλεί ή διακοπεί.

Πρώτοι σε παράπονα, πρώτοι και στις καταγγελίες 
Όσον αφορά την εθνικότητα των παραπονούμενων για υποθέσεις ρατσισμού κατά το 2017 στην πρώτη θέση βρίσκονται οι Ε/κ, αφού συνολικά 10 πρόσωπα προέβησαν σε καταγγελία και ακολουθούν οι Τ/κ με 10. Την τρίτη θέση μοιράζονται Γεωργιανοί και Ρουμάνοι, όπου δύο πρόσωπα προχώρησαν σε καταγγελία.

Γενικότερα την τελευταία δωδεκαετία καταγράφηκαν 74 καταγγελίες Ε/κ, 43 Τ/κ και 19 Ελλαδιτών. Είχαμε ακόμα καταγγελίες από άλλες 33 χώρες, ενώ 18 έγιναν από πρόσωπα αγνώστου προέλευσης. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί και το γεγονός ότι το 2006 οι Ελλαδίτες ήταν αυτοί που κατέθεσαν τα περισσότερα παράπονα(15) στις αρχές, ενώ τα υπόλοιπα χρόνια τα σκήπτρα κρατούν οι Ε/κ.

Την ίδια ώρα οι Ελληνοκύπριοι είναι πρώτοι και τις καταγγελίες εναντίον τους, αφού καταγράφονται συνολικά 245 καταγγελίες την τελευταία δωδεκαετία. Η διαφορά από τους δεύτερους είναι μάλιστα χαώδεις, αφού ακολουθούν οι Παλαιστίνιοι με οκτώ καταγγελίες. Την τρίτη θέση μοιράζονται οι Ρουμάνοι και οι Αιγύπτιοι.

Κληθείς από τον REPORTER να τοποθετηθεί για τη ραγδαία αύξηση του ρατσισμού το 2010, όπως και κατά τη διετία 2016 -2017, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Κοινωνιολόγων Κύπρου, Νεκτάριος Παρτασίδης εξήγησε ότι «όσον αφορά το κοινωνικό φαινόμενο του φυλετισμού (κατά την ελληνική απόδοση του όρου), επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με συγκεκριμένη διασαφήνιση. Πολλές φορές, τόσο από τα νέα ή παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας, όσο και από πολιτειακές αρχές, οργανωμένους φορείς ή άλλους οργανισμούς, αλλά και μεμονωμένα άτομα, μάλλον προσδιορίζεται λανθασμένα».
Τόνισε ακόμα ότι «όπως συνάγεται από την ετυμολογία της λέξης, ο φυλετισμός αποτελεί μορφή μισαλλοδοξίας που εκδηλώνεται υποκειμενικά, ως αρνητική νοοτροπία ή βίαιη συμπεριφορά. Κατά κανόνα, πηγάζει από βεβιασμένα συμπεράσματα (π.χ. διάφορα στερεότυπα), από ατεκμηρίωτα κριτήρια (π.χ. διάφορες προκαταλήψεις), έναντι συγκεκριμένων εθνολογικών ομάδων ή μεμονωμένων ατόμων, καθότι εκλαμβάνεται ότι ανήκουν ή διότι όντως ταυτίζονται με αυτές, λόγω φυσικών ή άλλων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων (π.χ. χρώμα δέρματος, εθνότητα)».
«Λόγω της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης από το 2008 και εντεύθεν»είπε, «και σε συνδυασμό με τις κλιμακωτές ανακατατάξεις κοινωνικής διαστρωμάτωσης ή ανισοτήτων που επέσυρε και ιδίως σε διάφορα τοπικά επίπεδα, θα ήταν χρήσιμο πιστεύω να σημειωθεί πως ο φυλετισμός ανακύπτει επίσης κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές περιστάσεις ή πολιτικές συνθήκες».

Η άνοδος του 2010
«Κοινωνιολογικά η στατιστική άνοδος που παρατηρήθηκε κατά το 2010 όσον αφορά το κοινωνικό φαινόμενο του φυλετισμού, οφείλεται κυρίως σε ιδεολογικές συγκυρίες και ειδικότερα τη λεγόμενη μεταφυλετική πολιτική θέση, για συστηματική κατάργηση ή καταπολέμηση των παντός είδους διακρίσεων με νομικά ή άλλα πολιτειακά μέσα, που σηματοδοτήθηκε «πιεστικά» εντός και κατά προέκταση εκτός των ΗΠΑ, κατόπιν εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα τον Ιανουάριο του 2009 ως πρώτου Αφροαμερικανού Προέδρου σε ολόκληρη την Ιστορία διακυβέρνησης της χώρας, μέχρι και το Δεκέμβριο του 2017 που εκτέλεσε και τη δεύτερη θητεία του», σημείωσε.
Όπως εξήγησε, «η “πιεστική” εφαρμογή της μεταφυλετικής προοπτικής, όπως εγκαινιάστηκε διεθνώς από τη διαπολιτισμική επιρροή των ΗΠΑ σε προσκείμενα ή φίλια κράτη, συνδέθηκε παράλληλα με τα αλλοδαπά μεταναστευτικά ρεύματα, όπου τείνουν να εξαπλώνονται (π.χ. οικονομική μετανάστευση, πολιτικοί πρόσφυγες) ανά τον πλανήτη και τείνουν να εντάσσονται σε γηγενή κοινωνικά σύνολα, αδιαμφισβήτητα επηρέασε σημαντικά την εφαρμοσμένη κοινωνική πολιτική των δυτικότροπων ευρωπαϊκών ή και άλλων κρατών (π.χ. μέτρα διαμόρφωσης μεταναστευτικής πολιτικής, παροχή επιδομάτων σε ομάδες μεταναστών ή σε αιτητές πολιτικού ασύλου), της Κύπρου μη εξαιρουμένης.
Συνεπώς, με αφορμή τη μεταφυλετική πολιτική θέση -που θα πρέπει υπογραμμίσουμε ότι συνάδει και με το γενικότερο αφήγημα της μετανεωτερικότητας, ως υφιστάμενης εποχής- όπως μεταφέρθηκε και στην κυπριακή κοινωνία, στην αφετηρία της αποτέλεσε συγκριτικό παράγοντα για τη δημόσια όξυνση τοπικών πολιτικών ή κοινωνικών αντιθέσεων, πάντοτε στη σφαίρα «κραδασμών» του ιδεολογικού φάσματος και σε συνάρτηση με τα αυξανόμενα κοινωνικά προβλήματα του πληθυσμού (π.χ. ποσοστά ανεργίας, φτωχοποίηση μεσαίων στρωμάτων)».
«Παρότι ένα κλειστό κοινωνικό σύστημα, ένεκα των προνεωτερικών πολιτισμικών προδιαγραφών και της νησιώτικης γεωγραφίας της, ιστορικά η κυπριακή κοινωνία δεν συνήθιζε να διατηρεί αυξημένες πολιτικές τάσεις φυλετισμού, (με εξαίρεση τις λεγόμενες αντιδικίες και βεντέτες ή με αποκορύφωμα ίσως εθνοτικές διαφορές, κατόπιν ιδιαζόντων πολιτικών ρήξεων) », όπως επεσήμανε «δεδομένου ότι οι καθημερινές συμβολικές διαδράσεις των διάφορων κοινωνικών δικτύων, ανέκαθεν διαπνέονταν από σχήματα προσωπικής διεπαφής μεταξύ των σύνοικων στοιχείων (π.χ. εθνοτικών κοινοτήτων, κοινωνικών ομάδων, μεμονωμένων ανθρώπων), μέχρι πρότινος τουλάχιστον.
Άλλωστε η Κύπρος πάντοτε υπήρξε ετερόκλητο μωσαϊκό πολιτισμών, διαμετακομιστικός κόμβος γεωστρατηγικής σημασίας σε Ανατολή και Δύση».

Η έξαρση του 2016-17 
Εν συνεχεία, «η παρατηρούμενη στατιστική αύξηση καταγγελιών περί φυλετισμού, όπως διαφαίνεται για το 2016 και το 2017, οφείλεται σε αλληλένδετους παράγοντες, με κεντρικό άξονα την αναδυόμενη παγκόσμια πολιτική αστάθεια που ενδεχομένως να συνδέεται με σκοπιμότητες, όπως αυτές προκύπτουν πλέον από γεωπολιτικές κινήσεις διεθνών δρώντων και δη συγκεκριμένων υπερδυνάμεων ή περιφερειακών δυνάμεων κρατών (π.χ. ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γερμανία, Τουρκία, Βόρειος Κορέα, Ισραήλ), τις παρατεινόμενες πολεμικές διενέξεις στην Εγγύς Ανατολή (π.χ. συριακός εμφύλιος και εμπλοκή τρίτων, αποπυρηνικοποίηση του Ιράν), την ενεργειακή κρίση και αναζήτηση εναλλακτικών ή υφιστάμενων ανεκμετάλλευτων πηγών ενέργειας (π.χ. Νότια Σινική Θάλασσα, Νοτιοανατολική Μεσόγειος), σύμφωνα και με τα γραφόμενα του Σάμιουελ Φ. Χάντιγκτον στην ομώνυμη μονογραφία του, έχουν πράγματι οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου «σύγκρουση των πολιτισμών», κυρίως στη βάση εθνολογικών χαρακτηριστικών (π.χ. ιστορία, θρησκεία, κουλτούρα)».
Η πολιτισμική αυτή σύγκρουση σημείωσε, «μοιάζει να αποκρυσταλλώνεται περαιτέρω, μέσα από την ακραίου, «ισλαμικού τύπου» διεθνή τρομοκρατία ή τρομοκρατικές επιθέσεις σε κομβικές μεγαλουπόλεις όπως εκδηλώνονται ανά το παγκόσμιο (π.χ. Λονδίνο, Παρίσι, Μόσχα), που αποβαίνουν πλέον ως μόνιμα φοβικά σύνδρομα των δυτικότροπων -και στην πλειονότητά τους χριστιανικών- κοινωνιών. Ως εκ τούτου, η συνεχής διασυνοριακή αναμετάδοση, συζήτηση και ροή πληροφοριών περί διεθνούς τρομοκρατίας και κατά συνέπεια των τρομοκρατικών επιθέσεων στα παραδοσιακά ή νέα μέσα επικοινωνίας, τόσο από επαγγελματίες (π.χ. δημοσιογράφους, πολιτικά πρόσωπα, επιστήμονες), όσο και μεταξύ των πολιτών, φαίνεται παράλληλα να γιγαντώνουν και να εντείνουν ένα πνεύμα επιφυλακτικής καχυποψίας, κοινωνικής απόστασης, προσωπικής αβεβαιότητας ή ανασφάλειας και απόρρητης ανωνυμίας των κοινωνικών σχέσεων».

Στη σύγχρονη φάση λοιπόν, «όπου η αναπτυσσόμενη κυπριακή κοινωνία συμπεριλαμβανομένων νέων σύνοικων στοιχείων (π.χ. ρωσόφωνη κοινότητα, φιλιππινέζικη κοινότητα) υπεισέρχεται σε ρηξικέλευθα πεδία οικονομικής ανάπτυξης και τεχνολογικής αλλαγής (π.χ. κρυπτοσυναλλαγματική οικονομία, εγκαθίδρυση και λειτουργία θέρετρου καζίνο, πολεοδομική, πληθυσμιακή και αστική ανάπτυξη, ιδιαίτερα στη Λεμεσό), όπου τα άλλοτε προσωπικά κοινωνικά δίκτυα μετασχηματίζονται σε κοινωνικά αδιάφορες συσχετίσεις, το ίδιο πνεύμα επιφυλακτικής καχυποψίας πλανάται -όπως συμβαίνει και αλλού- στο τοπικό κοινωνικό γίγνεσθαι, χαλαρώνοντας παράλληλα το πολιτισμικό υπόβαθρο κοινωνικής εμπιστοσύνης, ενόσω αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα στον κοινωνικό ιστό μεταξύ διαφορετικών κοινοτικών συνόλων, κοινωνικών ομάδων ή μεμονωμένων ανθρώπων».
Παράλληλα, τόνισε «ότι η αύξηση των επίσημων καταγγελιών περί φυλετισμού, την ίδια ώρα συνάδει με τη λειτουργία σύγχρονων υποστηρικτικών θεσμικών πλαισίων και δομών για τα θύματα αρνητικών κοινωνικών φαινομένων στην κυπριακή πολιτεία, που δεν αφήνουν πια να περνούν τέτοια κοινωνικά φαινόμενα «απαρατήρητα» (π.χ. αρμόδιες υπηρεσίες ή διευθύνσεις για καταγγελίες και διερεύνηση περιστατικών, υιοθέτηση αυστηρότερων ευρωπαϊκών νομικών πλαισίων), όπως μπορεί να συνέβαινε άλλοτε».
Έπειτα, «η διοργάνωση υπερεθνικών ή εγχώριων εκστρατειών διαφώτισης, η διενέργεια κοινοτικών ή ερευνητικών προγραμμάτων για την επιμόρφωση και ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων, όσον αφορά αρνητικά κοινωνικά φαινόμενα, αντικατοπτρίζεται πλέον στις αντιλήψεις πιο συνειδητοποιημένων ανθρώπων, που είναι περισσότερο πρόθυμοι να καταγγείλουν ανάλογα περιστατικά, διότι γνωρίζουν φέρ’ ειπείν ότι ο φυλετισμός δεν τιμά την ανθρώπινη υπόσταση».

Εν κατακλείδι, παρέθεσε τον επίλογο του από παλαιότερο σχετικό άρθρο που είχε δημοσιεύσει στον καθημερινό έντυπο τύπο.
«Όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι είναι ίσοι υπό την αναφαίρετη τους ιδιότητα ως άνθρωποι. Επομένως μόνο έχοντας καλύψει το κενό της απόστασης που τους διαστέλλει, μπορούν να σχηματίσουν έγκυρα γνωρίσματα ο ένας για τον άλλο, όταν κινούνται εμπεδωμένα αποποιούμενοι προκαταλήψεις και ασπάζονται καθάρια τη βιωματική γνώση των πραγμάτων».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου