ΓΡΑΦΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ
Υπάρχει η πεποίθηση ότι ο μισαλλόδοξος λόγος (hate speech) από μόνος του, ας τον πούμε «σκέτο», δεν τιμωρείται, αλλά πρέπει να συνδέεται με παρακίνηση σε βιαιοπραγία εναντίον των θιγόμενων. Αυτή είναι, όμως, η προσέγγιση της αμερικάνικης νομοθεσίας, η οποία υπηρετεί ένα σύνταγμα που, αν και δεν έχει ειδικό κεφάλαιο ατομικών δικαιωμάτων, περιλαμβάνει μια τροπολογία που λέει ότι το κογκρέσο δεν μπορεί να θεσπίσει νόμο που περιορίζει την ελευθερία του λόγου. [Τώρα, βέβαια, πώς έφτασε το ίδιο κογκρέσο να έχει θεσπίσει τους πιο αυστηρούς νόμους για την πνευματική ιδιοκτησία και, ταυτόχρονα, να μην περιορίζει την ελευθερία του λόγου είναι κάτι που διδάσκεται σε χρόνο τουλάχιστον ενός εξαμήνου στις νομικές σχολές πέραν του ατλαντικού.].
Οι αναλυτές της αντιρατσιστικής νομοθεσίας στη μεγάλη τους πλειονότητα ξεχνούν ότι η νομοθεσία αυτή έχει τεθεί σε ισχύ, προς εκλήρωση υποχρέωσης διεθνούς σύμβασης που θεσπίστηκε στο πλαίσιο της λειτουργίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και τέθηκε σε εφαρμογή το έτος 1969.
Η Διεθνής Σύμβαση για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων ορίζει μια σειρά από μέτρα που οφείλει να λαμβάνει κάθε κράτος – μέλος που την έχει υπογράψει. Τα μέτρα αυτά δεν περιορίζονται φυσικά στην αντιρατσιστική νομοθεσία: αφορούν την εκπαίδευση, την επιμόρφωση, την πληροφόρηση, την ενθάρρυνση και παροχή υποστήριξης σε οργανώσεις και κινήματα που ασχολούνται με αυτά τα θέματα κ.τ.λ. Στο άρθρο 4 της Διεθνούς Σύμβασης αναφέρεται και ότι τα κράτη θα κηρύξουν με νόμο τιμωρητέα «κάθε διάδοση ιδεών βασιζόμενων στην φυλετική ανωτερότητα και το μίσος, παρότρυνση προς φυλετική διάκριση, καθώς και πράξεις βίας ή παρότρυνση για την διάπραξή τους εναντίον οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων άλλου χρώματος ή εθνολογικής προέλευσης και επίσης την χορήγηση κάθε βοήθειας για φυλετικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης και της χρηματοδότησης αυτών». Επομένως η Διεθνής Σύμβαση μνημονεύει διακριτά, αλλά όχι διαζευκτικά, την διάδοση μισαλλόδοξων ιδεών από την πατρότρυνση προς φυλετική διάκριση και πράξη βίας και επιβάλλει στα κράτη να καταδικάζονται και τα δύο από τον ποινικό νόμο.
Ας δούμε πως το θέτει ο ελληνικός αντιρατσιστικός νόμος 4285/2014 που τροποποιεί τον Ν.927/1979:
«Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 − 20.000) ευρώ.»
Άρα και ο ελληνικός νόμος τιμωρεί όχι μόνο την υποκίνηση, την πρόκληση ή την προτροπή, αλλά και την «δ ι έ γ ε ρ σ η» και όχι μόνο σε πράξεις, αλλά και σε «ε ν έ ρ γ ε ι ε ς» που μ π ο ρ ο ύ ν να προκαλέσουν (άρα, μπορεί και να μην προκάλεσαν ήδη) όχι μόνο διακρίσεις και βία, αλλά και μ ί σ ο ς. Επομένως, εκτός από την περίπτωση που ευθέως κάποιος παρακινεί σε πράξεις βίας λόγω φυλετικής καταγωγής κ.τ.λ., υπάρχει και η περίπτωση που κάποιος απλά και σκέτα δ ι ε γ ε ί ρ ε ι σε ε ν έ ρ γ ε ι ε ς που μ π ο ρ ο ύ ν να προκαλέσουν μ ί σ ο ς. Ως δικλείδα ασφαλείας, τίθεται, επιπρόσθετα σε όλα αυτά, ο τ ρ ό π ο ς που τελούνται αυτές οι διεγέρσεις: για να τιμωρηθούν, θα πρέπει να τελούνται κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη ή ενέχει α π ε ι λ ή, όχι μόνο για την ζωή ή την σωματική ακεραιότητα, αλλά και την ε λ ε υ θ ε ρ ί α των θυμάτων του μισαλλόδοξου λόγου. Ο κίνδυνος διασάλευσης της δημόσιας τάξης προφανώς θα αφορά με την απήχηση που έχει ο ίδιος ο δράστης με το συγκεκριμένο μήνυμα, ενώ η εναλλακτική δικλείδα (να έχει το «έρμα», δηλαδή την έκταση ακροατηρίου που να μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη) ή, εναλλακτικά, εάν δεν συντρέχει τέτοιος γενικός κίνδυνος, αν το μήνυμα ενέχει από μόνο του κίνδυνο για ζωτικά αγαθά των θυμάτων, δηλαδή την ζωή και την σωματική ακεραιότητα, αλλά, πάλι εναλλακτικά, για την ελευθερία του θύματος.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά, ο νόμος ορίζει τον ποινικά κολάσιμο μισαλλόδοξο λόγο ως ένα ποινικό αδίκημα με πολλούς, εναλλακτικά εφαρμοζόμενους, κανόνες στάθμισης που τελικά εξαρτούν την τιμωρία του δράστη αφενός από την κατάρτιση ενός σωστού κατηγορητηρίου από την πλευρά της εισαγγελίας κι αφενός από την οργάνωση μιας αποδεικτικής διαδικασίας με την κλήση επαρκών μαρτύρων για να καταθέσουν κατά πόσον όλα αυτά τα «μπορεί να προκαλέσει μίσος» και «κατά τρόπο που εκθέτει την δημόσια τάξη» ή «ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή την σωματική ακεραιότητα» σχετίζονται με ένα τυχόν απτό αποτέλεσμα που είχε ο μισαλλόδοξος λόγος στην κοινωνία ή σε συγκεκριμένες ομάδες κρούσης ή όχι. Αν δεν υπάρχουν αυτές οι προϋποθέσεις, ο αντιρατσιστικός θα οδηγεί συνεχώς σε αθωώσεις, παρά τις ποινικές διώξεις.
Πέραν όμως του εγκλήματος αυτού, το άρθρο 81Α του Ποινικού Κώδικα αναφέρει ότι έάν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου το πλαίσιο ποινής είναι αυξημένο σε σχέση με το «απλό», δηλαδή μη ρατσιστικό έγκλημα. ΄Ετσι, μια ομαδική εξύβριση εναντίον πιστών κάποιου θρησκεύματος τιμωρείται με το άρθρο 361 Π.Κ. αλλά με το ανώτερο όριο ποινής στα δύο (2) έτη, αντί για το ένα (1) έτος που είναι το ανώτατο όριο ποινής στην απλή εξύβριση. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε δηλαδή ποινική τιμωρία του μισαλλόδοξου λόγου εφόσον αυτός συνιστά ομαδική εξύβριση, χωρίς τις προϋποθέσεις της διέγερσης σε ενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν μίσος και με τρόπο που να εκθέτει σε κίνδυνο την δημόσια τάξη ή να ενέχει απειλή για την ζωή ή την σωματική ακεραιότητα ή την ελευθερία των θυμάτων. Η διαφορά όμως είναι ότι η ρατσιστική εξύβριση προϋποθέτει υποβολή έγκλησης από τα ίδια τα θύματα, ενώ η εφαρμογή του αντιρατσιστικού στο παραπάνω αδίκημα κινείται αυτεπαγγέλτως.
Η Ελλάδα ελέγχεται από τον ΟΗΕ και την Επιτροπή του περί κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων (CERD) για την τήρηση του άρθρου 4 της Διεθνούς Σύμβασης. Στις
παρατηρήσεις της με ημερομηνία 3.10.2016, η Επιτροπή σημειώνει:
«12. Παρ’ όλο που η Επιτροπή σημειώνει με εκτίμηση τις θετικές πτυχές που ενσωματώνονται στον νέο αντιρατσιστικό νόμο 4285/2014, εξακολουθεί να ανησυχεί ότι ο νέος νόμος δεν είναι πλήρως συμβατός με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 της Σύμβασης, ιδίως καθώς δεν ποινικοποιεί την διάδοση ιδεών που βασίζονται στην φυλετική ανώτερότητα και δεν προβλέπει μια διαδικασία για να κηρυχθούν παράνομες και να απαγορευθούν οι ρατσιστικές οργανώσεις. Η Επιτροπή ανησυχεί επίσης για την ύπαρξη στο κράτος μέλος του πολιτικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, το οποίο η αποστολή ανέφερε στην εναρκτήρια δήλωσή της ως την πιο γνωστή ρατσιστική οργάνωση που εμπνέεται ευθέως από νεοναζιστικές ιδέες (άρθρο 4).
13. Υπενθυμίζοντας τις γενικές συστάσεις αρ. 7 (1985) και αρ. 15 (1993) ως προς την εφαρμογή του άρθρου 4 της Σύμβασης, η Επιτροπή συνιστά στο κράτος μέλος να εναρμονίσει το αντιρατσιστικό θεσμικό πλαίσιό του με το άρθρο 4 της Σύμβασης και να διασφαλίσει την αυστηρή εφαρμογή του. Το κράτος μέλος θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να κηρύξει παράνομες και να απαγορεύσει οργανώσεις που προωθούν και υποκινούν την φυλετική διάκριση, όπως η Χρυσή Αυγή, όπως έχει συστήσει και νωρίτερα ο Ειδικός Εισηγητής για τις σύγχρονες μορφές ρατσισμού, φυλετικής διάκρισης, ξενοφοβίας και σχετικής μισαλλοδοξίας και ο Επίτροπος του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.»
Στη συνέχεια η Επιτροπή συνιστά στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων:
«Να λάβει κατάλληλα μέτρα για να διωχθούν άτομα, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών, για τις πράξεις που περιγράφονται στο άρθρο 4 και να παρέχει πληροφορίες στην επόμενη έκθεσή της για τις αστυνομικές έρευνες, τις ποινικές διώξεις και τις ποινές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την Χρυσή Αυγή και τα μέλη της. Η Επιτροπή επιθυμεί να υπογραμμίσει ότι το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης δεν πρέπει να υπέρκειται των αρχών της αξιοπρέπειας, της ανεκτικότητας, της ισότητας και της απαγόρευσης διακρίσεων, καθώς η ενάσκηση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης συμπεριλαμβάνει ειδικές ευθύνες, μεταξύ των οποίων και την υποχρέωση περί μη διάδοσης ιδεών βασιζόμενων στην φυλετική ανωτερότητα ή το μίσος» (υπογράμμιση της Επιτροπής).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελληνική Αντιπροσωπεία κατά την εμφάνισή της ενώπιον της CERD ανέφερε ότι το Σύνταγμα της Ελλάδας δεν αντίκειται προς το άρθρο 4 της Σύμβασης, ως προς τις ρατσιστικές οργανώσεις.
Η Ελλάδα ελέγχεται επίσης και από το Συμβούλιο της Ευρώπης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή περί κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων (ECRI). Στην
έκθεση του 2015 για την Ελλάδα, η ECRI διαπίστωσε ότι ο αντιρατσιστικός νόμος δεν καλύπτει την ρατσιστική εξύβριση ή δυσφήμηση και ζήτησε την τροποποίησή του ώστε να περιληφθούν και αυτές οι ρατσιστικές παραβάσεις:
«11. Η ECRI συνιστά την τροποποίηση του νόμου 927/1979 προκειμένου να ποινικοποιηθεί η δημόσια έκφραση με ρατσιστικό σκοπό, των ιδεολογιών με ισχυρισμό ανωτερότητας.»
Επίσης, η ECRI ζητά να εφαρμόζεται ο αντιρατσιστικός σε ισλαμοφοβικές δηλώσεις στα ΜΜΕ (βλ. σελ.21):
«51. Ο αντιτρομοκρατικός λόγος στα μέσα ενημέρωσης, επίσης, συχνά έχει ως στόχο τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, καθώς και τη μουσουλμανική κοινότητα γενικά. Τα ΜΜΕ διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη σύνδεση της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας με τη μετανάστευση, τροφοδοτώντας περαιτέρω τις ομιλίες μίσους. Τον Δεκέμβριο 2011, για παράδειγμα, η ακροδεξιά εφημερίδα ΣΤΟΧΟΣ αναφέρθηκε ανοιχτά σε μουσουλμάνους και τους μετανάστες που προέρχονται από την Τουρκία ως «τρομοκράτες». 28 Η Ισλαμοφοβία έχει αυξηθεί δραματικά από τότε που ο ακροδεξιός τύπος άρχισε να συνδέει το Ισλάμ με την τρομοκρατία. 29 Στις 9 Απριλίου 2011 τα γραφεία του Συλλόγου Σομαλικής Κοινότητας στην Αθήνα υπέστησαν βανδαλισμό. Το περιστατικό αυτό συνέβη μετά τη δημοσίευση στην υπερ-συντηρητική Ελεύθερη Ώρα ενός άρθρου με τον τίτλο «Σομαλοί πειρατές με ένα τέμενος στην οδό Φυλής» και τον υπότιτλο «Χριστιανοσύνη κατά Ισλάμ». Ο συγγραφέας του αναφέρει ότι «οι Σομαλοί είναι τα πιο επικίνδυνοι ισλαμιστές στον κόσμο». 30 Αναφορές στην «ισλαμική τρομοκρατία» μπορεί επίσης να βρεθούν σε πολλά εξτρεμιστικά διαδικτυακά blog – όπως Ελληνική Εθνική Υπερηφάνεια ή Ελλάς – όπου οι συνεισφέροντες συχνά παραμένουν ανώνυμοι. 31
52. Η ECRI συνιστά ο νόμος 927/1979 να εφαρμόζεται πάντα σε περιπτώσεις ομιλιών μίσους στα ΜΜΕ. Συνιστά επίσης στις αρχές να ενθαρρύνουν, χωρίς να παραβιάζουν την ανεξαρτησία των ΜΜΕ, τη δημιουργία ενός μηχανισμού αυτορρύθμισης για τη βιομηχανία των ΜΜΕ ώστε να προληφθούν τα ρατσιστικά σχόλια στις εφημερίδες, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Επιπλέον, συνιστά στις ελληνικές αρχές να επικυρώσουν το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για το Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, όπως δηλώνεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 2014-2016.