Menu

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Ρατσισμός και μεταναστευτική πολιτική

Από το περασμένο Σάββατο, στις 26, μέχρι χθες 29 Αυγούστου, το Λονδίνο απόλαυσε το ετήσιο καρναβάλι του Νότινγκ Χιλ, ένα από τα μεγαλύτερα πάρτι δρόμου της Ευρώπης. Το καρναβάλι είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα μεταπολεμικά βρετανικά, αποικιοκρατικά, μεταναστευτικά ρεύματα, όμως φέτος έγινε επίσης και μια αφορμή και δικαιολογία για προτάσεις που ευνοούν την αυξανόμενη κρατική επιτήρηση και αστυνόμευση. Η μητροπολιτική αστυνομία σκόπευε να εγκαινιάσει και να χρησιμοποιήσει κινητές κάμερες αναγνώρισης προσώπου - πρόταση με έντονες φυλετικές διαστάσεις.
Η ιστορία του καρναβαλιού ξεκινά το 1959, όταν γίνεται η πρώτη διοργάνωση στον εσωτερικό χώρο του δημαρχείου του Σεντ Πανκράς, η οποία μεταδίδεται από την τηλεόραση του BBC. Πρωτοβουλία της λονδρέζικης κοινότητα της Καραϊβικής, η διοργάνωση είχε στόχο την εξομάλυνση των φυλετικών σχέσεων μεταξύ του πρώτου ρεύματος μεταναστών από τις βρετανικές αποικίες των Δυτικών Ινδιών και της «λευκής» αγγλικής κοινωνίας. Λίγα χρόνια αργότερα καθιερώθηκε ως ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η απο-αποικιοποίηση των βρετανικών κατακτήσεων της Ανατολικής Καραϊβικής είχε ήδη αρχίσει σταδιακά και στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ήταν ζήτημα χρόνου να έρθει η σειρά των νησιών της Καραϊβικής. Η Τζαμάικα και το Τρινιντάντ/Τομπάγκο ανεξαρτητοποιούνται το 1962, για να ακολουθήσουν τα Μπαρμπέιντος, οι Μπαχάμες (1973), η Γκρανάδα (1974), ο Αγιος Δομήνικος (1978), η Σάντα Λουσία (1979), το Σεντ Βίνσεντ (1979), η Αντίγκουα/Μπαρμπούντα (1981) και τέλος τα νησιά Σεντ Κιτς & Νέβις (1983).
Το πρώτο «Καρναβάλι της Καραϊβικής» όμως δεν ήταν ακριβώς μια απλόχερη παραχώρηση του Λονδίνου προς τιμήν αυτής της διαδικασίας, αλλά η απάντηση στις ταραχές που είχαν προηγηθεί κατά τη διάρκεια του 1958 με αφορμή (όπως καταγράφουν πολλές πηγές) τη διένεξη μεταξύ ενός φυλετικά μικτού (και προκλητικού για την εποχή) ζευγαριού, μιας λευκής Σουηδέζας και του Τζαμαϊκανού συζύγου της.
Γρήγορα ο καβγάς γενικεύτηκε με αντιπάλους μια ομάδα λευκών νεαρών από τη μια και των μαύρων φίλων του συζύγου από την άλλη. Η δε σύζυγος κατέληξε να δέχεται ρατσιστικές και σεξιστικές προσβολές, καθώς και χτυπήματα από τους Αγγλους νεαρούς (μια λευκή που κοιμάται με μαύρο δεν μπορεί παρά να είναι πουτάνα!) και έτσι, όπως δυστυχώς είθισται άλλωστε, ο ρατσισμός και ο σεξισμός φανέρωσαν την ιδεολογική τους συνάφεια. Το περιστατικό δεν ήταν μεμονωμένο. Ακολούθησαν και άλλες επιθέσεις σε σπίτια μεταναστών από την Καραϊβική, πάντοτε με επιτιθέμενους μπουλούκια νεαρών Αγγλων (300-400 ατόμων).
Ο Τύπος της εποχής απέδωσε τις επιθέσεις στους «Τέντι Μπόις», την πρώτη εργατική νεανική αντι-κουλτούρα (counterculture). Ο Τζαμαϊκανός ακαδημαϊκός και διανοητής Στιούαρτ Χολ, στην (αυτο)βιογραφία του που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Familiar Stranger: a Life Between Two Islands» (Ο Γνωστός Αγνωστος: μια ζωή μεταξύ δυο νησιών), περιγράφει τη συνάντησή του με τους νεαρούς Αγγλους μαθητές του σε μια από τις εκστρατείες τους κατά των μεταναστών.
«Δηλαδή, σε ποιους πάτε να επιτεθείτε», ρώτησε ο Χολ, «σε αυτούς που είναι σαν και μένα;». «Οχι κύριε», απάντησαν «όχι σαν και σας, αυτοί είναι αλλιώς». Και τότε (όπως και τώρα), ο ρατσισμός και η ξενοφοβία κρύβονται πίσω από τη δειλία («δεν εννοώ εσένα», λέει μπροστά σου κι ας ανήκεις σε αυτούς που στοχοποιεί και μισεί).
Και τότε, όπως και τώρα (κι ας έχουν περάσει 60 χρόνια από την περίοδο που περιγράφει ο Χολ), ο στόχος δεν είναι ο μαύρος απόφοιτος της Οξφόρδης, στην προκειμένη περίπτωση ο Χολ -αυτός υποβάλλεται σε πιο «εκλεπτυσμένες» μορφές ρατσιστικής προκατάληψης-, αλλά ο μαύρος μετανάστης εργάτης, που «παίρνει την μπουκιά μέσα από το στόμα» του λευκού Αγγλου εργάτη.
Αυτή ακριβώς την ταξική διάσταση εκμεταλλεύεται και ένα κομμάτι της βρετανικής Αριστεράς από το δημοψήφισμα για το Brexit και μετά, από τον Ιούνιο του 2016, επιχειρηματολογώντας κατά των ξένων Ευρωπαίων εργατών που -όπως λένε, ανάλογα, κατά τα γνωστά παντού- στέλνουν τους Αγγλους στην ανεργία και ρίχνουν τους μισθούς.
Αυτή η ρητορική δεν είναι πρωτόγνωρη στη Βρετανία. Από το τέλος του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα, ο αυξανόμενος αριθμός Εβραίων μεταναστών από την κεντρική και ανατολική Ευρώπη προκάλεσε την εχθρότητα των βρετανικών συνδικάτων που ζητούσαν τον περιορισμό του μεταναστευτικού ρεύματος, θέση που υιοθέτησε η Βρετανική Γενική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (TUC) το 1892. Και μετά πάλι, το ’50, τα ίδια επιχειρήματα κατά των μεταναστών από τις αποικίες της Καραϊβικής. Γιατί όχι λοιπόν και τώρα κατά των Ευρωπαίων μεταναστών;
Αν καταφέρεις να ξεπεράσεις τη θλιβερή ανικανότητα αυτής της μερίδας της Αριστεράς, που υιοθετεί το επιχείρημα (ότι δηλαδή η αύξηση της χαμηλόμισθης, μερικής απασχόλησης δεν οφείλεται στον καπιταλισμό και τον νεοφιλελευθερισμό, αλλά στους μετανάστες), δεν μπορείς παρά να… θαυμάσεις αυτή την ιστορική εμμονή, αυτόν τον άδικο κοινωνικό αυτοματισμό. Και να αρχίσεις να αναρωτιέσαι αν εκτός από μια οποιαδήποτε ταξική διάσταση, ο ρατσισμός και η ξενοφοβία έχουν και άλλα κοινά.
Το σίγουρο είναι ότι μετά το ευρωπαϊκό δημοψήφισμα η ξενοφοβία έχει βρει γόνιμο έδαφος στη σημερινή Αγγλία και, όπως και τότε με τους μαύρους Τζαμαϊκανούς, οι επιθέσεις κατά μεταναστών δεν έχουν θύματα Γερμανούς τραπεζίτες, αλλά Πολωνούς εργάτες. Και δεν διαπράττονται από Αγγλους αστούς, αλλά από θυμωμένους νεαρούς της εργατικής τάξης που έχουν υποβληθεί σε πλύση εγκεφάλου από δεξιούς και ακροδεξιούς πολιτικούς, όπως ο Φάρατζ, η Μέι και ο Μπόρις Τζόνσον, με τη βοήθεια των αγγλικών φυλλάδων και των λοιπών κίτρινων ΜΜΕ.
Εδώ εύλογα κάποιος θα αμφισβητήσει την ταύτιση ρατσισμού και ξενοφοβίας, πολύ φοβάμαι όμως ότι προέρχονται από την ίδια μήτρα, «τον φόβο του “άλλου”», του άλλου που είναι η πηγή και η μόνη αιτία των «δεινών» μιας κοινωνίας. Να μην ξεχνάμε ότι από το δημοψήφισμα και μετά έχουν διπλασιαστεί τα περιστατικά μίσους [hate insident: https://www.theguardian.com/politics/2016/oct/13/hate-crimes-eu-referend.... Κι αν στην ξενοφοβία λείπει η ρατσιστική ψευδο-βιολογική και ψευδο-πολιτισμική αιτιολόγηση (ο «άλλος» ως υπάνθρωπος), ας μην ξεχνάμε τα στερεότυπα κατά των Ελλήνων για τη δικαιολόγηση της ευρωπαϊκής κρίσης («παθολογικά τεμπέληδες και κλέφτες»).
Σε ένα ντοκιμαντέρ του BBC, ζήτησαν από έναν φανατικό οπαδό του Brexit τους λόγους που δεν θέλει τους «ξένους». «Η γειτονιά μου έχει αλλάξει, δεν τη νιώθω πια αγγλική», απάντησε. Και έδειξε την υπαίθρια αγορά του Ανατολικού Λονδίνου και τους πάγκους των Ινδών και Πακιστανών μικροπωλητών.
Η δημοσιογράφος προσπάθησε να εξηγήσει ότι η παρουσία των συγκεκριμένων κοινοτήτων ουδεμία σχέση έχει με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά τελικά είναι η δημοσιογράφος ίσως που είχε άδικο, εν προκειμένω. Διότι, ο αγαπητός λευκός 50άρης, λαϊκός τύπος του Ανατολικού Λονδίνου (Cockney), έβλεπε πιο καθαρά τους μισητούς «άλλους», όταν η διαφορετικότητα έχει άλλο χρώμα δέρματος, πιο πολύχρωμα ρούχα ή βέβαια φοράει μαντίλα. Και γι’ αυτό η ξενοφοβία και ο ρατσισμός γίνονται αδέλφια.
* Διδάσκει Πολιτική και Πολιτικές Επιστήμες στο University of East Anglia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου