Menu

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019

The Human Library: παρέα έναν γκέι πρόσφυγα και μια τρανς στη βιβλιοθήκη που πολεμά τις προκαταλήψεις

«Καλώς ήρθατε στη Ζωντανή Βιβλιοθήκη· ποιο από τα βιβλία μας θα θέλατε να διαβάσετε;», με ρωτάει η κοπέλα στην είσοδο του χώρου δείχνοντας τον κατάλογο με τους διαθέσιμους τίτλους. Πάντα μου άρεσαν οι ιστορίες. Είτε με τη δημοσιογραφική μου ιδιότητα σε συνεντεύξεις και ρεπορτάζ είτε σε προσωπικό, καθημερινό επίπεδο, μ’ αρέσει να αφήνομαι στις ιστορίες των άλλων, να ακούω όσα έζησαν, σκέφτηκαν ή δίστασαν να πράξουν, καθώς περιμένω με υπομονή το αποκορύφωμα, εκείνο το σημείο που η οικειότητα νικάει και ο τοίχος σπάει, οι αποστάσεις εκμηδενίζονται και η βαθύτερη αλήθεια του άλλου αποκαλύπτεται με ένα τόσο δα μειδίαμα ή μια φράση που ξεθάρρεψε ψιθυριστά. Σπάνια, όμως, συναντάς ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να μιλήσουν τόσο ανοιχτά για τη ζωή τους.
Αυτό ανατρέπεται στο The Human Library, τη Ζωντανή Βιβλιοθήκη –όπως μεταφράζεται ελεύθερα στα ελληνικά–, τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό που ξεκίνησε το 2000 στη Δανία και πλέον έχει διοργανώσει εκατοντάδες συναντήσεις σε πάνω από ογδόντα χώρες. Από την περασμένη Κυριακή (8/12) προστέθηκε και η Ελλάδα στη λίστα. Για πέντε ώρες, η βιβλιοθήκη στο όμορφο Μουσείο του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή στο Παγκράτι, ύστερα από πρωτοβουλία της Ολλανδικής Πρεσβείας, γέμισε με διψασμένους αναγνώστες που αντί για βιβλία διάβαζαν ανθρώπους. Μετανάστες, πρόσφυγες, μουσουλμάνες και ρομά, τύποι με πολλά τατουάζ, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, βίγκαν και, γενικότερα, άτομα που αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα της κοινωνίας καταλήγοντας συχνά στο περιθώριο ξεδίπλωναν την ιστορία της ζωής τους.
«Αν το σκεφτείς οι εξτρεμιστικές ιδέες σε μια κοινωνία αναπτύσσονται όταν δεν υπάρχει επικοινωνία», μου λέει ο Μάρτιν Μπέργκσμα από τον οργανισμό, «πάρε για παράδειγμα τους πρόσφυγες: όλοι έχουμε μια εικόνα στο μυαλό μας, αλλά πιθανότατα δεν έχουμε μιλήσει ποτέ με κάποιον που φεύγει κακήν κακώς από την πατρίδα του». Το The Human Library φτιάχτηκε για αυτόν το σκοπό, για να σπάσει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Ακριβώς όπως σε μια κανονική βιβλιοθήκη, όπου νέοι κόσμοι ανοίγονται μπροστά σου, οι επισκέπτες διαλέγουν ένα από τα διαθέσιμα βιβλία και το δανείζονται για περίπου είκοσι λεπτά. Σε αυτό το χρόνο, το Ζωντανό Βιβλίο αφηγείται τη ζωή του, αφήνοντας χώρο για ερωτήσεις και σχόλια, όπως ακριβώς σε μια καθημερινή κουβέντα. «Συζητώντας με έναν άνθρωπο που δεν έχει ξανασυναντήσει στη ζωή σου έρχεσαι σε επαφή με το διαφορετικό, παίρνεις καινούργιες πληροφορίες και αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα», μου εξηγεί ο Μάρτιν προτού αρχίσω τις αναγνώσεις.
© Martijn Bergsma
© Martijn Bergsma
© Martijn Bergsma
© Martijn Bergsma
Το πρώτο μου βιβλίο ήταν ο Χάμζα. Συστηθήκαμε και καθίσαμε σε ένα ελεύθερο τραπέζι. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο πολύπαθο Ιράκ. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, έχοντας συμφιλιωθεί με την ομοφυλοφιλική του φύση που την κρατούσε κρυφή με νύχια και με δόντια ώστε να μην βρεθεί δαρμένος ή και δολοφονημένος, άφησε πίσω την οικογένειά του και πέρασε μονάχος στην Τουρκία. Εκεί έμεινε για δυόμισι χρόνια αλλά τα πράγματα ήταν εξίσου δύσκολα. «Έψαχνα ένα ασφαλές μέρος για να ξεκινήσω επιτέλους τη ζωή μου, μια κοινωνία να με αποδεχτεί», παραδέχεται στη μέση της κουβέντας. Έτσι, περνώντας τη θαλάσσια μέγγενη του Αιγαίου με πενήντα ακόμη πρόσφυγες πάνω σε μια βάρκα, έφτασε στην Αθήνα.
Το The Human Library φτιάχτηκε για να σπάσει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις. Ακριβώς όπως σε μια κανονική βιβλιοθήκη, οι επισκέπτες διαλέγουν ένα από τα διαθέσιμα βιβλία και το δανείζονται για περίπου είκοσι λεπτά· σ’ αυτό το χρόνο, το Ζωντανό Βιβλίο αφηγείται τη ζωή του, αφήνοντας χώρο για ερωτήσεις και σχόλια, όπως ακριβώς σε μια καθημερινή κουβέντα.
Μέσω ενός οργανισμού, βρήκε γρήγορα σπίτι στου Ζωγράφου, όπου κατά τύχη έμεναν και άλλα ομοφυλόφιλα αγόρια. Βέβαια, η πραγματικότητα δεν ήταν όπως την περίμενε. Ναρκωτικά και πορνεία ήταν ο τρόπος που εξασφάλιζε τα προς το ζην στους νέους του συγκάτοικους. Ο ίδιος δεν μπορούσε να ταυτιστεί με αυτόν τον τρόπο ζωής. «Οπουδήποτε βρέθηκα, ακόμη και στην Αθήνα, ποτέ δεν ένιωσα ότι ταιριάζω με την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα που συνάντησα», παραδέχεται. Μετά από λίγες ημέρες βρήκε δουλειά και έφυγε από το σπίτι. Πλέον είναι πολύ ευχαριστημένος: εργάζεται σε μια εταιρία με έδρα στο Ντουμπάι, μαθαίνει ελληνικά και κάνει ραδιοφωνικές ή ιντερνετικές εκπομπές ώστε να ενημερώνει τους πρόσφυγες για τα δικαιώματά τους.
© Martijn Bergsma
© Martijn Bergsma
© Martijn Bergsma
© Martijn Bergsma
Όσο μιλάμε, σκέφτομαι πόσο δύσκολο είναι να μην έχεις αισθανθεί ποτέ μέλος μιας, έστω και μικρής, ομάδας. Γύρω μας, στα υπόλοιπα τραπέζια, επισκέπτες ξεφυλλίζουν άλλα Ζωντανά Βιβλία. Με το βλέμμα μου ξεδιάλεξα την λαλίστατη Άντζελα – μια τρανς γύρω στα πενήντα. Μόλις ελευθερώθηκε, καθίσαμε μαζί. «Θα μοιραστώ ένα κομμάτι μόνο της ζωής μου μαζί σου, γιατί δεν μας επιτρέπει ο χρόνος για περισσότερα», μου λέει. Η ιστορία της ξεκινά στον Πειραιά, τη δεκαετία του ’60 με έναν πατέρα που ταξίδευε πολύ και μια μάνα που αδιαφορούσε. «Ήμουν ένα παιδί που ένιωθε εγκλωβισμένο στο σώμα του». Ένα απόγευμα στο Πασαλιμάνι, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών, άλλαξε όλη της η ζωή: γυρνώντας από το σχολείο, μπήκε τυχαία σε ένα μαγαζί που σύχναζαν γκέι αγόρια· εκεί, υπήρχε και μια παρέα κοριτσιών που της τράβηξαν την προσοχή, με πολύ όμορφα μαλλιά και πλουμιστά ρούχα. Όταν τις πλησίασε, κατάλαβε πως ήταν τρανς.
Μετά από δύο ημέρες το έσκασε από το σπίτι. Βρήκε μια από εκείνες τις τρανς και μπήκε στο κόλπο. «Εκείνη την εποχή, μια τρανς γυναίκα είχε μονάχα μια επιλογή για να τα βγάλει πέρα: το πεζοδρόμιο». Έτσι, έβγαλε τα πρώτα της χρήματα και μετά από λίγο καιρό μετακόμισε στο Αμβούργο, όπου οι συνθήκες ήταν εμφανώς καλύτερες. Νόμιμη δουλειά σε στούντιο, καθαρά λεφτά, όχι πλέον στο δρόμο. Εκεί έμεινε είκοσι πέντε χρόνια. Πέρασαν πολλά χρήματα από τα χέρια της, έκανε ταξίδια, γνώρισε την καλή ζωή αλλά ποτέ δεν σκεφτόταν το αύριο. Μέχρι που κάποια στιγμή, η ψυχολογική φθορά της πορνείας έγινε αβάσταχτη και αποφάσισε να σταματήσει. Γύρισε στην Ελλάδα, δούλεψε ξανά για λίγο αλλά τα οικονομικά της πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και ο κλοιός στένευε.
© Martijn Bergsma
© Martijn Bergsma
© Χάρης Μασούρας
© Χάρης Μασούρας
Το μπαμ έγινε πριν από πέντε χρόνια, όταν ένα βράδυ –«έντεκα παρά τέταρτο, το θυμάμαι ακόμα»–, πνιγμένη από χρέη και βάρη σαράντα πέντε χρόνων στην πορνεία, μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε για τον Πειραιά. Είχε δει στις ειδήσεις πως εκεί υπήρχαν άστεγοι. Ίσως να ήταν και η λύτρωση της επιστροφής στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε, εγώ πιστεύω. Πήρε την Πειραιώς με τα πόδια και κατέληξε στο λιμάνι, όπου και κοιμήθηκε για τρία βράδια. Ύστερα κάποιοι άνθρωποι τη βοήθησαν να βρει τη δομή όπου τώρα φιλοξενείται. Απέκτησε επίσης μια δουλειά, καθαρίστρια σε δύο σπίτια, και βρήκε τον τρόπο να σταθεί στα πόδια της. «Πλέον, έχω μάθει πώς είναι να μην έχεις ένα κρεβάτι να κοιμηθείς, να μην έχεις να φας», μου λέει στο τέλος με αφοπλιστική ειλικρίνεια, «τώρα ζω πραγματικά σαν άνθρωπος, όλα αυτά τα χρόνια φθειρόμουν».
Λίγα λεπτά πριν από εμένα, η Άντζελα είχε αφηγηθεί την ίδια ιστορία σε μια οικογένεια με τα παιδιά δίπλα στους γονείς. Όπως μου παραδέχτηκε η ίδια, είχε μια αμηχανία όταν είδε τους μικρούς στο τραπέζι, όμως γρήγορα λύθηκε η γλώσσα της και, με την απαραίτητη ευαισθησία, το μήνυμα ελήφθη: κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να μένει αφανής στην κοινωνία, καμία ιστορία δεν είναι ταμπού. Πάνω από εκατόν τριάντα αναγνώστες συμμετείχαν στο σέσιον της Κυριακής, διαβάζοντας ένα από τα δεκατέσσερα Ζωντανά Βιβλία που ήταν διαθέσιμα. Αν επαναληφθεί κάποια στιγμή, πράγμα όχι και τόσο απίθανο, μην το χάσετε. Από το Αθηνόραμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου