Menu

Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

Η εκρηκτική και ατρόμητη ενηλικίωση του Δημήτρη Παπαϊωάννου από την γκέι αλητεία στην κορυφή της τέχνης

Δύο άνδρες όμοια ντυμένοι. Δύο μαύρες φιγούρες με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Αλληλεπιδρούν, αναζητούν το άλλο τους μισό, ενώνονται, απομακρύνονται, γίνονται ένας ή πολλοί. Η αποτύπωση του έρωτα στην απόλυτη δυαδικότητά του, η αγωνία της ταύτισης και της μοναξιάς. Το μοτίβο που επανέρχεται γίνεται ένα είδος υπογραφής για τον Δημήτρη Παπαϊωάννου.
 Kι όμως, σε αυτά τα μαυροντυμένα αγόρια, τα μικρά στο χαρτί, τα αφοπλιστικά άψογα στη σκηνή, ο σκηνοθέτης έχει ενσωματώσει εδώ και περίπου τριάντα χρόνια όσα τον καθόρισαν: την απόφαση να το σκάσει, κοντά στην ενηλικίωση, από το σπίτι και να ζήσει αυτοσυντήρητος, αποδεχόμενος την ομοφυλοφιλία του, τη νεανική δημιουργικότητα στο σπίτι των Εξαρχείων, την αδερφική σχέση με τον Αλέξη Μπίστικα, την παρέα με την Πάολα, τη μαθητεία πλάι στον Γιάννη Τσαρούχη, την αγάπη στον Μάνο Χατζιδάκι, την επιρροή του Γιώργου Κουμεντάκη, το ταίριασμα με την Αγγελική Στελλάτου, την καλλιτεχνική κυψέλη της Μαίρης Τσούτη, την επίδραση της Σχολής Καλών Τεχνών, τις νύχτες που πέρασε πορτιέρης στο Mad της Συγγρού, τα ξενύχτια, στιγμές στα γκέι στέκια όπως οι Μούσες στην Πλάκα, το Alexander's στο Κολωνάκι και ο Πήγασος στα Εξάρχεια, τις βραδιές στο Graffiti στην Ομόνοια, την πιάτσα στην οποία κατέβαινε τις νύχτες η Αθήνα και ηλεκτριζόταν. Τα μπλουζ μιας άγριας νιότης αποτυπώθηκαν σε εικόνες, κίνηση και ξεκάθαρη ομοερωτική ατμόσφαιρα.
 Η συγκίνηση πολλαπλασιάστηκε, η σωματική εξερεύνηση έγινε πιο λεπτομερής, το κοινό γιγαντώθηκε και έτρεξε στις παραστάσεις του με ηδονοβλεπτική μανία. Από τα αρχικά κόμικς ως την πιο πρόσφατη δουλειά του Δημήτρη Παπαϊωάννου, το αγόρι με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό είναι εκεί και αναζητά την αλληλεπίδραση. «Στα 18 μου δεν επιτρεπόταν να είμαι ούτε ομοφυλόφιλος ούτε καλλιτέχνης. Από το coming out και μετά όλα άλλαξαν. Άρχισα να νιώθω proud to be gay. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην κρυφτώ ποτέ. Είχα τη φοβερή τύχη να είμαι τρομερά δημοφιλής, χωρίς να υποδύομαι ότι είμαι στρέιτ. Είναι καθοριστικό για τη ζωή των ανθρώπων να είναι αγαπητοί χωρίς να αλλάζουν το είναι τους» Το μόνο που άλλαξε είναι ο τρόπος. Τη δεκαετία του '80, μεθυσμένες από το πανκ κίνημα και επιθετικές από την ορμή των νιάτων, οι άγουρες εικαστικές του αναζητήσεις εκφράστηκαν με κάρβουνο και μολύβι, στο «Παρά πέντε» αλλά και στα πέντε τεύχη του περιοδικού «Κοντροσόλ στο χάος», αυτού του πρώιμου queer fanzine που ονειρεύτηκαν με τον Αλέξη Μπίστικα και τον Παύλο Αβούρη. Το γυμνό ήταν ανδρικό, το βλέμμα ζούμαρε στην επαφή, το περιεχόμενο συχνά άγγιζε το vulgar, το συναίσθημα όμως ήταν εκεί, τρυφερό και ατόφιο. 16.5.2019 Παύλος Αβούρης: «Να επιστρέψουμε στην απλότητα και την ανθρωπιά» Έπειτα, μπήκε στη μέση το σώμα ως μέσο έκφρασης. Με τα πρώτα πειραματικά βήματα της Ομάδας Εδάφους, τις σκληρές, μεθυστικές γκέι περφόρμανς, τα ντουέτα σαν γλυπτά που έφτιαχνε για τα βράδια στην Κατάληψη της 3ης Σεπτεμβρίου. Από κει βγαίνοντας ένα βράδυ άκουσε την προφητική ατάκα της Μελίνας Μερκούρη που του είπε: «Είσαι ένα κρασί που εξάγεται. Θέλω να παθιαστώ με αυτό το πράγμα». Την επομένη, ο αδερφός της Σπύρος του τηλεφώνησε και «παρήγγειλε» τη Μήδεια για λογαριασμό της Αμβέρσας - Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Πράγματι, εκείνος έβαλε την προδομένη φόνισσα στο νερό, δημιούργησε συγκλονιστικά tableaux vivants, χρησιμοποίησε με έναν drag τρόπο τα ακραία συναισθήματα και τις μουσικές του Μπελίνι και υπέγραψε μια παράσταση που άλλαξε για πάντα τον τρόπο που συνδιαλεγόμαστε με το παρελθόν. 
 Τη δεκαετία του '90, η προσκόλλησή του στον τσαρουχικό λυρισμό ταίριαξε με την επιμονή του να φτιάχνει παραστάσεις με τη ματιά ενός «ομοφυλόφιλου παρατηρητή σωμάτων σε ένα αρχαιολογικό μουσείο της Ελλάδας», όπως του αρέσει να λέει. Οι ριπές κλασικών εικόνων, η αποθέωση της ομορφιάς του σώματος, η δραματική διάσταση της μοναξιάς, ο θρίαμβος της κίνησης και της κομψότητας καθιέρωσαν ένα θέατρο εικόνων με σπαράγματα Ιστορίας. Και σήμερα, πια, φιλτραρισμένα όλα από την παγκόσμια αποδοχή, πιο κατασταλαγμένα και πιο στοχαστικά, τον οδηγούν στην αρχή της πορείας του: τα μέσα λιγοστεύουν, οι άνδρες του παραμυθιού πολλαπλασιάστηκαν, αλλά εκείνος, πιο προσωπικός, σχεδόν διάφανος, σε έναν διανοουμενίστικο μινιμαλισμό, ξέρει ότι η θεματολογία δεν θα αλλάξει ποτέ. 
Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου