Menu

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Το σημερινό ελληνικό κουήρ να κάνει περισσότερο σεξ και τέχνη

Όταν στα μέσα του περασμένου Απριλίου άλογα και αναβάτες παρατάσσονταν κάτω από την Ακρόπολη και ξεκινούσαν το ταξίδι τους για το Κάσελ στο πλαίσιο του έργου του Ross Birrell για τη documenta14, λίγο πιο πέρα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου μια άλλη performance ξεκινούσε. Τα μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας ΦΥΤΑ ντυμένοι τσολιάδες, Κρητικοί και Βαυαρέζες έκαναν τη δική τους Vogue-style πασαρέλα προκαλώντας την αμηχανία των περαστικών. Μπροστά μας μια μαμά τραβούσε το αγοράκι της μακριά λέγοντας «Πάμε αγόρι μου, οι Κρητικοί κανονικά είναι λεβέντες, άντρες. Αυτοί να μην πω τι είναι.» Την ίδια εποχή, με τα βίντεό τους στο πλαίσιο των Δοκούμενων στο ομώνυμο channel on demand έκαναν μια λοξή κριτική της documenta αλλά και των τοπικών καλλιτεχνικών projects, που συνδύαζε τη σάτιρα με την κριτική στον εθνορομαντισμό και άλλες παθογένειες του μεγάλου θεσμού και όχι μόνο.

Από τις 8 μέχρι τις 13 Οκτωβρίου στα πλαίσια του Occupy Atopos, τα ΦΥΤΑ καταλαμβάνουν τους χώρους της Atoposcvc στο Μεταξουργείο γιορτάζοντας τα πέντε χρόνια από το ξεκίνημά τους, με μια εβδομάδα δημιουργικής αταξίας που περιλαμβάνει έκθεση, performances, διαλέξεις, συζητήσεις. Ζητήσαμε από τον Κωστή Σταφυλάκη, θεωρητικό και εικαστικό, που έχει συνεργαστεί μαζί τους από το ξεκίνημά τους, να συντονίσει μια συζήτηση που ξεκινά από τη documenta και τον Adam (Szymczyk) και φτάνει στο ελληνικό κουίρ και τον Αλέξη (Τσίπρα).

Κωστής Σταφυλάκης: Ολοκληρώνετε φέτος 5 χρόνια παρουσίας στο πεδίο της «μουσικής και εικαστικής παραγωγής» και το γιορτάζετε με ένα ανθολόγιο κειμένων για τη δράση σας από τις εκδόσεις Νεφέλη, έναν τόμο που λειτουργεί και σαν χρονολόγιο της παρουσίας σας ως ντουέτο. Οφείλω να πω ότι η επιλογή αυτή δεν είναι πολύ συνηθισμένη για όσους κινούνται στον εικαστικό χώρο. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια πρόωρη βιογράφηση, που προφανώς περιέχει στοιχεία agitation, καθώς είναι καταδικασμένη να γίνει αντιληπτή ως επίδειξη εγωπάθειας.
Βέβαια, με τη νοοτροπία που κυριαρχεί, δεν καταγράφεται σχεδόν καμιά εικαστική δραστηριότητα και παράγεται πολύ λίγος κριτικός αναστοχασμός πάνω στην εικαστική δράση. Ίσως όμως η επιλογή αυτή να είναι ένα ακόμα στοιχείο του «λοξού» δρόμου σας: δεν προέρχεστε από το πεδίο των εικαστικών τεχνών, το background σας είναι οι ανθρωπιστικές επιστήμες και η θεωρία και, ταυτόχρονα, δείχνετε να νοιώθετε αμηχανία με την σοβαροφάνεια που πλαισιώνει τη σύγχρονη τέχνη. Μεγάλο τμήμα της ελληνικής εικαστικής σκηνής σας αντιμετωπίζει ακόμα με υπεροψία ή αμηχανία.

Φ78: Για μένα η υποτιθέμενη μετριοπάθεια μαζί με βαριά σοβαροφάνεια των Ελλήνων καλλιτεχνών είναι πολύ περισσότερο ναρκισσιστική, όπως και κομμάτι μιας καριεριστικής προσπάθειας. Γενικά το σοβαρό το δουλεύουν οι Έλληνες. Έχουν θέμα μην τους πουν trash και σκυλάδες. Κάλλιο βαρετοί και να σε παίρνουν στα σοβαρά, θεωρούν απ’ ο,τι φαίνεται, παρά τσόλια και να μην πείθεις. Εμείς με το να κάνουμε τους εαυτούς μας self-proclaimed super-stars δημιουργούμε αντιπάθειες και σίγουρα δεν το κάνουμε εύκολο να μας παίζουν οι παράγοντες, είτε αυτό λέγεται Στέγη είτε Breeder. Οπότε ίσως είναι μια αυτοκαταστροφική αυταρέσκεια (χαχαχα).
Βέβαια ισχύει και αυτό που λες πως δεν καταγράφεται σχεδόν τίποτα σήμερα στην Ελλάδα και βαρεθήκαμε και λίγο να περιμένουμε, έχουμε τόσο καιρό κάνει άπειρα πράγματα, όχι μόνο δικά μας, αλλά και οργανώσει φεστιβάλ και happenings και το ένα και το άλλο και ένα κείμενο της προκοπής δεν βρέθηκε κάποιος απ’ τους λεγόμενους γραφιάδες της τέχνης να φτιάξει. Έχει ενδιαφέρον πως είναι πολύς κόσμος κοντά μας και προσκείμενος φιλικά, αλλά όταν είναι να γράψουν κάτι, κάνουμε λίγο τζιζ, δε μας πιάνουν στο στόμα τους [εκτός από τη γνωστή-άγνωστη Άννα Αποστολοπούλου]. Αυτό που έχω καταλάβει είναι πως αν δεν κάνεις είτε μοντερνιστικές χαζαμάρες [ΑΣΚΤ και κάτω] ή κραυγαλέα μονοεπίπεδη λαϊκιστική τέχνη [βλέπε d14], δεν ασχολούνται. Επίσης έχουμε συνειδητοποιήσει πως η αρχειοθέτηση, η στοιχειώδης καταγραφή, είναι κάτι που απλά δεν υπάρχει στην Ελλάδα, οπότε οφείλουμε να το κάνουμε κάπως μόνοι μας.
Το βιβλίο λοιπόν, που συνεπιμεληθήκαμε με τον Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο, είναι μια καταγραφή, έχουμε αναθέσει σε αγαπημένους ακαδημαϊκούς να κάνουν τη δουλεία που δεν κάνουν οι κριτικοί τέχνης. Πάντως, το να μας βλέπει το κοινό της τέχνης με αμηχανία δε με χαλάει, σημαίνει πως κάτι κάνουμε που δεν κουμπώνει πουθενά ακριβώς κι αυτό είναι καλό γιατί δημιουργεί ερωτήματα. Τώρα για την υπεροψία που αναφέρεις... ΟΚ εκεί τι να σου πω, εντάξει προς το παρόν δεν έχει τύχει να πετύχω κάποιον που να μας αντιμετωπίζει με υπεροψία και να μην είναι εντελώς βούρλο και άσχετος.
Φ89: Εγώ επειδή δεν προέρχομαι και δεν έχω και πολλές σχέσεις με τις καλές τέχνες δεν είμαι σίγουρος πως σχετίζεται η δουλειά μας με τα υπόλοιπα εικαστικά. Αν και ό,τι έχω δει αυτά τα χρόνια που κινούμαστε στα πράγματα είναι λίγο απελπισία. Ως προς την εγωπάθεια, θεωρώ ότι θεματοποιούμε τον ναρκισσισμό (μας) καθώς τον βλέπουμε σαν κάτι συνυφασμένο με την καλλιτεχνική δημιουργία. Σκεφτόμουν με αφορμή την ερώτηση σου αυτό που η Amelia Jones αποκαλεί ριζοσπαστικό ναρκισσισμό. O ριζοσπαστικός ναρκισσισμός, που η Jones εντοπίζει στη φεμινιστική σωματική τέχνη της δεκαετίας του 70 επικεντρώνει στο σώμα και την εικόνα του/της καλλιτέχνη, η οποία επαναλαμβάνεται σχεδόν εμμονικά.
Κοινωνικά, η υπερβολική ενασχόληση με τον εαυτό θεωρείται ηθικά μεμπτή, και ο δημόσιος εορτασμός της εγωπάθειας προκαλεί αμηχανία καθώς φαίνεται να αντιτίθεται στις αρχές της κοινωνικής συνύπαρξης. Ο ριζοσπαστικός ναρκισσισμός σύμφωνα με την Jones όμως, καταδεικνύει στην πραγματικότητα την αδυνατότητα της αυτονομίας του υποκειμένου καθώς ο Νάρκισσος μπορεί να υπάρχει μόνο μέσα από το βλέμμα του Άλλου. Έτσι έχουμε μια φαινομενικά παράδοξη συνθήκη στην οποία όσο πιο ναρκισσιστικό είναι ένα έργο τόσο πιο πολύ καταδεικνύει την αδυναμία του εαυτού να υπάρχει ως ένα αυθύπαρκτο και κλειστό σύστημα. Γενικά πάντως το να δημιουργούμε αμηχανία στο κοινό είναι κατά τη γνώμη μου κάτι πολύ χρήσιμο, καθώς είναι ένα συναίσθημα πέρα από την απόλαυση ή την δυσαρέσκεια και ανοίγει τον δρόμο για ενός τύπου ενδοσκόπηση.

Φ78: Αυτό που λέμε μια εύκολη πρώτη απάντηση στη συνέντευξη σου χαχαχα...
Κ.Σ.: Όταν σας γνώρισα, πριν γεννηθούν τα ΦΥΤΑ, Ο Φ78 είχε τελειώσει τα διδακτορικό του στη θεωρία του κινηματογράφου, ο Φ89 ήταν blogger, φοιτητής ψυχολογίας στο Πάντειο, έγραφε κάτι σαν ποίηση. Ξεκινήσατε να συνεργάζεστε μουσικά αναρτώντας τη μουσική δουλειά σας στο bandcamp. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε αλλά ο καιρός μοιάζει να έχει αλλάξει κάπως δραματικά. Η εποχή εκείνη ζούσε ακόμα στον απόηχο του 2008, χρωματιζόταν από την έκρηξη του κουήρ, των ομάδων, των φεστιβάλ και των περιοδικών που συνδέθηκαν με τον κουήρ χώρο. Ο Φ89 συμμετείχε στα περισσότερα εγχώρια κουήρ εγχειρήματα ενώ ο Φ78 συν-δημιούργησε τα Τρωκτικά, τη πρώτη κουήρ ελληνική μπάντα. Παρακολουθώντας τις πρόσφατες δημόσιες συζητήσεις που οργανώνετε, όπως το Queer/Unqueer στο Atopos CVC, παρατηρώ ότι διατυπώνετε πολλές αμφιβολίες για το πώς νοηματοδωτείται σήμερα αυτός ο χώρος. Τι νομίζετε ότι έχει αλλάξει; Διατηρεί κάποια ανατρεπτική δυναμική η χρήση του όρου κουήρ;
Φ78: Αχ πέρασαν τα χρόνια και τώρα πάμε για 2/2 διδακτορικα, πολύ έξυπνα παιδιά, άστα. Πες τους κι εσύ μικρέ.
Φ89: Δε το έχω πάρει ακόμη, μη λες τέτοια και με ματιάσουνε, και έχουν οι Αθηναίοι εναλλακτικοί θανατηφόρο μάτι. Πάντως γενικά στραφήκαμε στα πτυχία επειδή ήμασταν λίγο άσχετοι από γλυπτική και γενικά χειροποίητη τέχνη. Είμαστε του εννοιολογικού οπότε πρέπει να διαβάζουμε αλλιώς δεν υπάρχει έργο να δείξουμε.
Φ78: Το μουσικό κομμάτι του πρότζεκτ ήταν πολύ σημαντικό, έτσι ξεκινήσαμε, στην προσπάθεια να γράψουμε κομμάτια με ελληνικό στίχο που δεν είναι τελείως προβλέψιμα όπως το 99% αυτών που υπάρχουν, αλλά εντάξει μετά από 4-5 conceptual albums και όταν είχε γίνει πια τόσο περίεργο το μουσικό μας ιδίωμα που αναρωτιόμασταν αν πραγματικά υπήρχε έστω και ελάχιστο κοινό να το ακούσει, ε, το αφήσαμε ή μάλλον το κάναμε Φυτίνη [ένα label που κάνει παραγωγές από κουηρ μουσικά albums συνεργατών μας] και φυσικά και το φεστιβαλ performance Sound Acts. Γενικά η ιδέα του ότι το brand ΦΥΤΑ κάνει συνέχεια mutate σε άλλες μορφές και γεννιούνται συνεργασίες μας είναι σημαντική, είμαστε fluxusόπαιδα. Έχουμε ακόμα σχέση με διάφορες κουηρ σκηνές, πάντως, έχουμε πολλούς φίλους σ’ αυτές, ο Φ89 είναι μέλος του AMOQA [Athens Museum of Queer Arts].

Φ89: Η ΑΜΟQA ξεκίνησε σαν ένας χώρος συνάντησης μεταξύ κουήρ ακτιβισμού και δημιουργικότητας. Κεντρική στο χώρο είναι η ιδέα της κουήρ κουλτούρας που παίρνει διάφορες φόρμες, από προβολές και performance μέχρι συζητήσεις, τσάι και συμπάθεια. Είναι επίσης ένας χώρος που φιλοδοξεί να δημιουργήσει ένα αρχείο της κουήρ ζωής της πόλης.
Φ78: Όλα αυτά ΟΚ, αλλά το κουήρ βρίσκεται σε μελαγχολική περίοδο, νομίζω, λίγο οι ατελείωτες εσωτερικές διαμάχες [το φαινόμενο People’s Front of Judea], λίγο ο οπορτουνιστικός τρόπος που οι εξω-κουηρ το πλησιάζουν, είτε αυτοί λέγονται documenta είτε ΣΥΡΙΖΑ [απ΄τον Adam στον Αλέξη δυο τσιγάρα δρόμος άλλωστε], κάπως ξέφτισε το πράγμα. Θα ήθελα να δω το σημερινό ελληνικό κουήρ να κάνει περισσότερο σεξ και τέχνη και λιγότερη Butler και Αθανασίου. Το AMOQA είναι μια καλή τέτοια κίνηση. Όμως το κοινό του είναι σχεδόν πάντα το μισό τουρίστες που περνούν απλά απ’ την πόλη, όχι η αθηναϊκή κοινότητα. Έτσι όπως το κόβω, το μέλλον για το ελληνικό κουήρ προβλέπεται λογοκεντρικό. Με τον πολύ λογοκεντρισμό, critical theory και μαναρχο-γκυντεμπορικούς εγώ προσωπικά βαριέμαι.
Φ89: Εγώ είμαι μάλλον σε ένα χανγκόβερ με το κουηρ, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο. Πάντως είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι το queer ή ΄κουήρ’ στα ελληνικά, είναι μια έννοια που δεν είναι προϊόν επανοικιοποίησης ενός υποτιμητικού όρου (όπως ήταν στα αγγλικά) οπότε και έχει μια διαφορετική πορεία στην ελληνόφωνη συνθήκη. Δεν αναμετριέται σε καμία περίπτωση με το τραύμα που κουβαλάνε λέξεις όπως ‘πούστης’, ‘λεσβία’ και τα σχετικά. Αυτό μπορεί να είναι και απελευθερωτικό καθώς ανοίγει ένα νέο πεδίο (απο)ταυτίσεων, και όντως ενέπνευσε πολύ κόσμο από το 2008 και έπειτα που η σκηνή μεγάλωσε στον ελλαδικό χώρο επιτρέποντας μας να σκεφτούμε την σεξουαλικότητα και τις πολιτικές του σώματος έξω από πιο ‘παραδοσιακές’ πολιτικές ταυτοτήτων. Αλλά επειδή εν πολλοίς αυτό έγινε και μέσα από την ακαδημία, κουβαλάει αρκετές λογοκεντρικές αποσκευές.

Κ.Σ.: Ήδη από τη συμμετοχή σας στην 4η Μπιενάλε της Αθήνας, με το εφταήμερο δρώμενο «20 χρόνια Φύκος», σας χαρακτηρίζει μια τάση να δημιουργείτε δίκτυα υποκειμένων, ακτιβιστών, ερευνητών και καλλιτεχνών που παίρνουν τη μορφή προσωρινών ομαδώσεων. Την ίδια εποχή δημιουργείτε την Φυτίνη και σύντομα ξεκινάει το Sound Acts. Είχα πάντα την αίσθηση ότι αυτές οι ομάδες που σχηματίζετε είναι λιγότερο οργανικές δομές και περισσότερο «παρωδίες κοινότητας», δηλαδή αρκετά δυσλειτουργικές συναντήσεις υποκειμένων με λίγες προοπτικές «να πάει καλά το πράγμα». Πείτε μου λίγες σκέψεις για το πώς αντιλαμβάνεστε αυτές τις συλλογικές απόπειρες.

Φ78: Νομίζω πως οποιαδήποτε κοινότητα δεν είναι απολυταρχική και φονταμενταλιστική οφείλει να αποτελεί και παρωδία του εαυτού της. Γενικά αν έχεις στοιχειώδες χιούμορ και δεν είσαι νεοντελεζιανό τσόκαρο, πρέπει να σου είναι ξεκάθαρο πως το να σε ενδιαφέρουν οι συνεργασίες όσο και τα όριά τους, «τα όρια του Μαζί» που εσύ έχεις ονομάσει, δεν είναι φυσικά αντιφατικό, αλλά αποτελεί κομμάτι έρευνας του ίδιου πεδίου. Η θεωρητικός και καλλιτέχνις Σοφία Μπέμπεζα ονόμασε αυτό που κάναμε στην Μπιενάλε «συμμετοχή της διαφωνίας», θεωρώντας πως η συναίνεση δεν είναι πάντα το πιο δημιουργικό μέσο παραγωγής.
Εκεί ακριβώς για μένα είναι και το ζουμί, στη σύγκρουση, όχι στο «να πάει καλά το πράγμα», άλλωστε τι θα πει να πάει καλά; Επίσης, όταν μεγαλώνεις με οποιαδήποτε απόκλιση από το σεξουαλικό σύνηθες, σύντομα διαπιστώνεις πως δεν μπορείς να υπάρξεις ουσιαστικό μέλος της ετεροκανονικότητας: γκόμενες και μπάλα, ούτε καν της εναλλακτικής βερσιον της: εξάρχεια και μπάφος. Οι κουήρ κοινότητες και ομάδες είναι φτιαγμένες από misfits και το τραύμα και η σημασία του προσωπικού χώρου μπαίνουν κεντρικά. Η ιδέα να έχουμε δημιουργικές οικογένειες προσωπικά με ενδιαφέρει, αλλά όπως όλες οι οικογένειες έτσι και οι κουήρ οικογένειες έχουν τα τραύματά τους, τους καταπιεστικούς πατέρες, τα κακομαθημένα παιδιά, τους καυγάδες κλπ. Ελπίζουμε πάντως πως οι δικές μας κοινότητες είναι ένα τσικ λιγότερο τοξικές από τις πατροπαράδοτες ελληνορθόδοξες.
Φ89: Για μένα υπάρχει σε κάθε αίτημα συνύπαρξης και η ανάγκη για φροντίδα. Αλλά μας είναι δύσκολο να σκεφτούμε την φροντίδα έξω από το πλέγμα των εξουσιών που την πλαισιώνουν στα γνώριμα πλαίσια αναφοράς όπως για παράδειγμα η οικογένεια όπου η φροντίδα έρχεται πακέτο με ενοχές, θυμό, καταπίεση κτλ. Συχνά, οι ανταγωνιστικές κοινότητες όπως τα κουήρ και φεμινιστικά κινήματα, θέλοντας να φτιάξουν κάτι έξω από όλη την βία που έχουν φάει στα κανονιστικά συστήματα (όπως η ελληνική οικογένεια), εγκλωβίζονται σε ουτοπικά σχήματα όπου η φροντίδα και η αγάπη είναι απαλλαγμένα από τα μαλακισμένα μπαγκάζια όπως η αποκλειστικότητα, η ζήλια, το passive aggressive, η αμφιθυμία. Οι μεγάλες προσδοκίες οδηγούν σε μεγάλες απογοητεύσεις και προσωπικά βρίσκομαι σε μια περίοδο που ψάχνω τρόπους να μοιράζομαι τη φροντίδα και την οικειότητα χωρίς να στριμώχνομαι στην ελπίδες της αρμονικής συμβίωσης και της απαλλαγμένης από αμφιθυμία συνύπαρξης.

Κ.Σ.: Οφείλω να ρωτήσω: στον πυρήνα της στιχουργικής και μουσικής σας δουλειάς, όσο και στις περισσότερες περφόρμανς, κυριαρχεί μια μεταφορά της «φύσης», των προϊόντων της κ.ο.κ. Λαχανικά υποστασιοποιούνται, δενδρύλλια κηδεύονται κλπ. Θυμάμαι βέβαια και το impromptu σας στη μπιενάλε της Αθήνας, όπου λατρεύατε τελετουργικά ένα μεγάλο Φ τη στιγμή που στο κεντρικό αμφιθέατρο της μπιενάλε διάφοροι εικαστικοί, αρχιτέκτονες και ανθρωπολόγοι συζητούσαν για τα commons, την περιφερειακή αυτάρκεια, τα Αντικύθηρα κ.ο.κ. Τι τρέχει με τη φύση; Δε μεγαλώσατε κοντά της;
Φ89: Γενικά μεγαλώνοντας στην επαρχία είναι δύσκολο να δεις ρομαντικά τα μποστάνια και τα λαγκάδια γιατί πάνε πακέτο με όλα τα τοξικά σκατά της ανάντεχτης ζωής της υπαίθρου. Ο κτηνώδης σεξισμός και ρατσισμός σε συνδυασμό με την αφόρητη ελεγκτικότητα της μικρής πόλης δεν επιτρέπουν τη ρομαντικοποίηση της απλής ζωής όπως την φαντασιώνονται όσοι μεγάλωσαν στις ‘αλοτριωμένες πόλεις’. Για μένα το ιντερνετ της παιδικής μου ηλικίας ήταν ένας φοβερός δρόμος προς την ελπίδα, και η τεχνολογία άνοιξε όλους αυτούς τους ορίζοντες στις σκοτεινές περιόδους πολύ πιο αποτελεσματικά από την όποια επιστροφή στην φύση. Και σε σχέση μ’ αυτό, η αμφισημία της λέξεις φυτά ως geeks ήταν πολύ σημαντική από την αρχή του project. Όσο για τους στίχους: οι φυσικές αναφορές δεν είναι σχεδόν πότε ρομαντικές και ωραιοποιημένες, τα φυτά των στίχων μας είναι όσο μαλάκες όσο και οι άνθρωποι, ποτίζονται με άγχος και τηγανίζονται στην απελπισία. Γενικά η φύση απο-φυσικοποιείται και επιστρέφει σαν μετα-ανθρώπινος εφιάλτης.
Φ78: Αυτό που εμένα με ξεπερνάει πιο πολύ απ’ όλα είναι όταν το κουήρ κίνημα συναντάει μη ειρωνικά τη φύση και τον παγανισμό, βλέπε το ecosexuality της Annie Sprinkle. Οποιαδήποτε συναισθηματική έγκληση στη φύση όταν πρόκειται για ταυτότητα φύλου με triggerάρει έντονα, καθώς η φύση δε μου φαίνεται πως μπορεί να αποκοπεί από την έννοια του “φυσικού”, αυτού δηλαδή που είναι νορμάλ και δεν παρεκκλίνει. Το φυσικοποιητικό “born this way” ας πούμε είναι η απόλυτη ήττα για το ΛΟΑΤ κίνημα, καθώς μοιάζει να απολογείται σχεδόν στην ετεροκανονικότητα και να κάνει το ζήτημα της ταυτότητας φύλου να φαίνεται σαν μια στατιστική ατυχία που δεν μπορεί κανείς να επιλέξει.

Κ.Σ.: Ο τελευταίος χρόνος χαρακτηρίστηκε από ιλιγγιώδη δραστηριότητα, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη παρουσία της documenta14 στην Αθήνα. Πως βιώσατε αυτή τη περίοδο; Βρεθήκαμε μαζί σε πρότζεκτς όπως η έναρξη του waiting for the Barbarians και τα Δοκούμενα και περιμένουμε την 6η μπιενάλε της Αθήνας. Έχω την αίσθηση ότι όλη αυτή η δραστηριότητα αποτέλεσε ένα νέα κύκλο πειραματισμού με τις δυνατότητες που προσφέρει η μιμητική κριτική, είτε στη μορφή της γκροτέσκ σάτιρας είτε στη μορφή της υπερταύτισης με τον κυρίαρχο λόγο. Πως βιώσατε των λόγο που παρήγαγε η d14 και τι ρόλο έπαιξε το βίωμα αυτό σε πρότζεκτ όπως τα Δοκούμενα;
Φ78: Αχ αυτή η d14… Όταν κανείς κάνει τέχνη με θεματικές γύρω από την Ελλάδα, είναι συνηθισμένος το trash της πραγματικότητας να τον ξεπερνάει, αλλά δεν περιμέναμε να γίνει κάτι τέτοιο και με την documenta... Από ένα σημείο και ύστερα ήταν δύσκολο να σχολιάσει κανείς καυστικά τι γινόταν, πχ όταν άρχισαν να βγαίνουνε Βιβλιοπαρθενώνες και άλογα με πλουμιστούς καβαλάρηδες, μπήκε το όλο σε τελείως eurotrash περιοχές. Ήταν στιγμές που όσο εξωφρενικά και να γίνονταν τα Δοκούμενα, η συνομιλία με τα έργα της documenta παρέμενε λογική καθώς το υλικό της ντοκουμέντα ήταν αντίστοιχα trash. Αναρωτιέμαι αυτοί το γνωρίζουν πως κάναν μια τέτοια έκθεση;
Όλες οι κριτικές για την d14 στάθηκαν στο θεσμικό του πράγματος και κανείς δεν είπε “καλά, τι είναι αυτό με τα άλογα, τρελλαθήκατε?”. Ήταν πολύ περίεργο να βλέπεις αυτόν τον νεοπαγανιστικό ελέφαντα στο δωμάτιο και να μη λέει κανείς τίποτα. Έχει ενδιαφέρον επίσης που ο Πολ Πρεσιάδο είπε ότι το waiting for the barbarians έχει εθνικιστικό λόγο, δηλαδή θεώρησε το υπερταυτιστικό άνοιγμα της Μπιενάλε ως κάτι τις μετρητοίς. Εκεί πραγματικά αναρωτήθηκα τι έχει συμβεί: ήταν όντως η ανάλυσή του τόσο επιφανειακή και απλά το έχει χάσει, πράγμα λυπηρό για ένα άτομο που έχει γράψει ενδιαφέροντα πράγματα; ή παίζει να κάνει double-bluffing, να κάνει κι αυτός υπερταύτιση κόντρα στην υπερταύτιση προσπαθώντας να υποβαθμίσει την κριτική μας;
Φ89: Συχνά η στρατηγική της υπερταύτισης στην τέχνη θολώνει τις πολιτικές θέσεις του δημιουργού με αποτέλεσμα το κοινό να αισθάνεται αμηχανία αδυνατώντας να καταλάβει τι πραγματικά ‘θέλει να πει ο ποιητής’ ή τι πραγματικά πιστεύει. Αυτό είναι κάτι που εμείς εργαλειοποιούμε στην δουλειά μας και για να επιστρέψω στην αρχική ερώτηση ίσως είναι ένας από τους παράγοντες που αποθαρρύνει κριτικούς τέχνης να γράψουν για μας από φόβο μήπως τασσόμαστε με κάτι άλλο απ’ αυτό που παρουσιάζουμε. Για παράδειγμα όταν κάναμε μια queer indigenous πασαρέλα με τσαρούχια στην Διονύσου Αρεοπαγίτου σαν απάντηση στο έργο ‘The Transit of Hermes’ (αυτό με τα άλογα της Ντοκουμέντα) που γινόταν παράλληλα στον χώρο, μια Σουηδή δημοσιογράφος ήρθε να μας μιλήσει και επέμεινε να απαντήσουμε αν αυτό που κάνουμε είναι παρωδία.
Όταν αρνηθήκαμε να απαντήσουμε, δεν συμπεριέλαβε την performance μας στο τελικό της άρθρο. Δηλαδή το ότι φοράγαμε τσαρούχια και φουστανέλες και κάναμε voguing μπροστά στο Ηρώδειο δεν ήταν αρκετό, έπρεπε να πούμε «ναι ο εθνικισμός είναι κακός και εμείς κάνουμε τώρα κριτική.» Από την άλλη βέβαια, τα πολιτικά εργαλεία μας όπως και οι στρατηγικές μας αλλάζουν και επηρεάζονται από το πολιτικό συγκείμενο. Βλέποντας πως έχουν εργαλειοποιηθεί για παράδειγμα οι αντιφάσεις από την πολιτική της μετα-αλήθειας του Τραμπ και πως το πεδίο της mainstream πολιτικής έχει αποκτήσει σχεδόν υπερ-ταυτιστικές διαστάσεις ίσως μας οδηγεί στο να επανεξετάσουμε το τι κάνουμε εμείς. Στο βιβλίο ‘Η Μαύρη Βίβλος των ΦΥΤΑ’ υπάρχει ένα κεφάλαιο γραμμένο από τον μετα-αποικιακό θεωρητικό Rahul Rao που πραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα.

Κ.Σ.: Τι θα δούμε στο Atopos CVC αυτές τις μέρες;
Φ78: Και τι δε θα δείτε! Να τα πάρω με τη σειρά. Λοιπόν κατ’ αρχήν όλες τις μέρες θα έχουμε κάτι σαν αναδρομική έκθεση, που συνεπιμεληθήκαμε με τον Βασίλη Ζηδιανάκη απ’ την Atopos. Βασικά η ιδέα να γίνει υπερπαραγωγή ήταν του Βασίλη που πρότεινε να μπούμε στη σειρά που έχουν #OccupyAtopos, να καταλάβουμε κυριολεκτικά όλους τους χώρους του κτιρίου τους για κάποιες μέρες, ακόμα και να φτιάξουμε χώρο με τα κρεβάτια μας εκεί! Έτσι συνδυάζουμε την κατάληψη του χώρου με τα γενέθλια για τα 5 μας χρόνια. Η έκθεση θα έχει βίντεο, φωτογραφίες, σημειώσεις, πορτραίτα, συνεντεύξεις, καθώς και ένα-δύο καινούρια πράγματα.
Στην πρώτη μέρα (Κυριακή) θα έχει επίσης και διάφορες πικάντικες performances και θα εγκαινιάσουμε και υπογράφουμε και το βιβλίο μας! Τη Δευτέρα έχουμε spoken word / slam poetry βραδιά αφιερωμένη στα Πόκεμον και την ψηφιακή ποίηση, την Τρίτη μια παρουσίαση και συζήτηση για την κουήρ μουσική και τη Φυτίνη, την Τετάρτη ένα πάνελ - ελπίζουμε έντονο! - γύρω από τον εθνικισμό στην τέχνη, την Πέμπτη σουαρέ και καμπαρέ με drag shows και παρτάκι και την Παρασκευή κλείνουμε με μια προσωπική μας tour στην έκθεση για όσ@ς θέλουν έξτρα πληροφορίες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου