Menu

Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΘΕΜΑ: Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΘΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΕ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ

Του Sean Rife 
Τα τελευταία χρόνια, οι ακτιβιστές των πανεπιστημίων έχουν γίνει μια ολοένα και πιο ορατή πτυχή της αμερικανικής ζωής. Το 2015, οι καθηγητές του Yale Νικόλας Χριστάκης και Έρικα Χριστάκη δέχτηκαν έντονη κριτική γιατί ενθάρρυναν τους φοιτητές να εξετάσουν κριτικά μια νέα πολιτική για τις στολές μεταμφίεσης του Halloween. Η διαμάχη έφτασε σε κρίσιμο σημείο όταν ο Νικόλας Χριστάκης συνάντησε φοιτητές που διαμαρτύρονταν σε μια αυλή και προσπάθησε να εμπλακεί σε συζήτηση μαζί τους: 
Πιο πρόσφατα, ο μελετητής του American Enterprise Institute, Charles Murray και η καθηγήτρια του Middlebury College, Allison Stanger δέχθηκαν προπηλακισμό αφού πρώτα υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα διαλέξεων όπου επρόκειτο να μιλήσει ο Murray. Οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές πέτυχαν να αποτρέψουν τη διεξαγωγή της διάλεξης, απλώς φωνάζοντας πιο δυνατά: Αυτή η συμπεριφορά είναι αξιοκατάκριτη για πολλούς λόγους, ο λιγότερο σημαντικός από τους οποίους είναι ότι μεγάλο μέρος των όσων φωνάζουν οι διαμαρτυρόμενοι είναι πραγματολογικά λάθος (για παράδειγμα, ο Murray εδώ και καιρό υποστηρίζει τον γάμο των ομοφυλοφίλων, αλλά το σύνθημα “ρατσιστής, σεξιστής, αντι-ομοφιλόφυλος” [“racist, sexist, anti-gay”] ήταν όπως φαίνεται υπερβολικά καλό για να μη το χρησιμοποιήσουν). Το γεγονός ότι οι διαμαρτυρόμενοι εντέλει κατέφυγαν στη βία αποκαλύπτει την ηθική βεβαιότητα που αισθάνονται για τις πεποιθήσεις τους (ένα φαινόμενο που μπορεί να παρατηρηθεί και σε άλλες, παρόμοιες διαμαρτυρίες), το οποίο είναι ακόμη πιο ανησυχητικό. 
Κι όμως, υπάρχουν φαινομενικά αξιοσέβαστοι άνθρωποι που είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν αυτού του είδους την αγριότητα. Στο άρθρο που έγραψε για το Slate, ο Osita Nwanevu υποστήριξε ότι οι διαμαρτυρόμενοι είχαν δίκιο (και, υποθέτει κανείς, ότι η βία που χρησιμοποίησαν ήταν δικαιολογημένη) καθώς “στην εποχή του Τραμπ θα πρέπει άραγε να συνταχθούμε με όσους επιμένουν ότι οι μισαλλόδοξοι θα πρέπει να μπορούν να προελαύνουν ανεμπόδιστοι στους χώρους μαθήσεως, ή μήπως θα πρέπει να τολμήσουμε να διαφωνήσουμε;” Ο John Patrick Leary, γράφοντας στο Inside Higher Education υποστήριξε ότι οι διαμαρτυρόμενοι φοιτητές είχαν κάθε δικαίωμα να αποτρέψουν τη διάλεξη με τις φωνές τους. Η διαφωνία όμως είναι κάτι διαφορετικό από την αποτροπή της έκφρασης των αντιπάλων σου με φωνές ή - ακόμη χειρότερα - με την καταφυγή στη βία. 
Εξέλιξη της κουλτούρας: Από την τιμή, στην αξιοπρέπεια 
Πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, σε μια χώρα που παραδοσιακά περηφανευόταν για την ανεκτικότητά της έναντι της έκφρασης ενός ευρέος φάσματος απόψεων; Ας εξετάσουμε λίγο την εξέλιξη του αμερικανικού πολιτισμού. Όποιος πιστεύει ότι ο άσχημος τόνος που χαρακτηρίζει σήμερα την αμερικανική πολιτική σκηνή είναι μια ιστορική ανωμαλία, θα πρέπει να ανατρέξει για λίγο στο διαδίκτυο και να διαβάσει για τη μονομαχία μεταξύ του Hamilton και του Burr. Η σύντομη εκδοχή της ιστορίας αυτής έχει περίπου ως εξής: ο Alexander Hamilton (πρώην υπουργός οικονομικών) και ο Aaron Burr (αντιπρόεδρος των ΗΠΑ) ήταν για καιρό πολιτικοί ανταγωνιστές. Μαθαίνοντας ότι ο Hamilton είχε κάνει κάποια ιδιαίτερα αιχμηρά σχόλια εναντίον του σε ένα δείπνο με μέλη της ελίτ της Νέας Υόρκης, ο Burr τον προκάλεσε σε μονομαχία. Στις 11 Ιουλίου του 1804 ο Burr πυροβόλησε τον Hamilton, ο οποίος πέθανε την επόμενη μέρα. Αυτή η σκοτεινή στιγμή της αμερικανικής ιστορίας είναι ένα κλασικό παράδειγμα του φαινομένου που οι κοινωνικοί επιστήμονες ονομάζουν “κουλτούρα της τιμής” - δηλαδή, μια κουλτούρα στην οποία η φήμη κάποιου χτίζεται και διατηρείται μέσα από προστατευτική στάση και επιθετικότητα απέναντι σε όσους προσπαθούν να την καταπατήσουν. Η φήμη - αυτό που πιστεύουν οι άλλοι για σένα - είναι πάνω απ’ όλα. Τέτοιες κουλτούρες ευτυχώς σπανίζουν στον δυτικό κόσμο, καθώς έχουν σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από αυτό που ο κοινωνιολόγος Peter Berger ονομάζει “κουλτούρα της αξιοπρέπειας”. Στις κουλτούρες αυτές, η αξία ενός προσώπου είναι εσωτερική, και θωρακισμένη έναντι της άποψης του κοινού. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι το πώς κανείς αντιμετωπίζει τις μικρές επιθέσεις που συνοδεύουν μεγάλο μέρος των ανθρώπινων σχέσεων: ένα άτομο με αξιοπρέπεια το κάνει αυτό ήσυχα, αντιμετωπίζοντας συνήθως το πρόσωπο που τον προσέβαλε διά ζώσης και ιδιωτικά, ή και καθόλου. Οι κουλτούρες της αξιοπρέπειας είναι αναγκαστικά ατομικιστικές. Δεν υπάρχει εκεί κάποια ευρέως αποδεκτή έννοια συλλογικής ενοχής. Κατ’ επέκταση, η ηθική υπόσταση του ανθρώπου είναι πάνω απ’ όλα. Δεν θα πρέπει να εκπλήσσει συνεπώς το γεγονός ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, οι δυτικές κοινωνίες εξελίχθηκαν κατά τρόπο ώστε να εκτιμούν την αξιοπρέπεια περισσότερο από την τιμή. Να ξεκαθαρίσω εδώ κάτι: αυτό είναι κάτι καλό. Οι περισσότεροι από μας θα ανατριχιάζαμε στην ιδέα ο Mike Pence να σκοτώνε σε μονομαχία τον Jack Lew. Δεν νομίζω ότι αυτό είναι το αμφισβητήσιμο. Μερικές κουλτούρες είναι καλύτερες από κάποιες άλλες, και ο σημερινός δυτικός πολιτισμός είναι σίγουρα ηθικώς ανώτερος από τις προηγούμενες εκφάνσεις του στις οποίες η δουλεία, ο σεξισμός και ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν ο κανόνας. Μια κουλτούρα στην οποία η τιμή έχει αντικατασταθεί από την αξιοπρέπεια θα πρέπει να θεωρείται μια σημαντική βελτίωση.
  Η κουλτούρα της θυματοποίησης 
Για πολλούς όμως νέους Αμερικανούς (και ναι, αυτό φαίνεται να είναι ένα ιδιαίτερα αμερικανικό φαινόμενο) η ιδέα ότι κάποιος θα πρέπει να αντιμετωπίζει ήσυχα τις δοκιμασίες του θεωρείται πλέον ξεπερασμένη. Για να επιστρέψουμε στο θέμα μας: πιστεύω ότι μεγάλο μέρος των όσων είδαμε να συμβαίνουν στα πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια μπορεί να εξηγηθεί από την ανάδυση του φαινομένου που οι κοινωνιολόγοι Bradley Campbell και Jason Manning ονομάζουν “κουλτούρα θυματοποίησης” (victimhood culture). Όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά: “Μια κουλτούρα θυματοποίησης χαρακτηρίζεται από έγνοια για το κύρος και ευαισθησία στις προσβολές σε συνδυασμό με μια έντονη εξάρτηση από τρίτους. 
Οι άνθρωποι δεν ανέχονται προσβολές, ακόμη κι αν αυτές είναι ακούσιες, και αντιδρούν κοινοποιώντας τες στις αρχές ή στο ευρύ κοινό. Η κυριαρχία θεωρείται η βασική μορφή αντικοινωνικής συμπεριφοράς και η θυματοποίηση είναι ένας τρόπος προσέλκυσης της συμπάθειας έτσι ώστε οι προσβεβλημένοι, αντί να υπογραμμίζουν είτε τη δύναμη είτε την εσωτερική τους αξία, τονίζουν την καταπίεσή και την κοινωνική περιθωριοποίηση που υφίστανται”. Ξαναδείτε τα παραπάνω βίντεο: αυτοί οι φοιτητές συμπεριφέρονται ακριβώς με τον τρόπο που περιγράφουν οι Campbell και Manning. Απαιτούν την αναγνώριση της ιδιότητας του θύματος με διάφορα χαρακτηριστικά, και δεν είναι πρόθυμοι να συμμετάσχουν στον οποιονδήποτε διάλογο με όσους διαφωνούν μ’ αυτούς. Η κατηγορία του “θύματος” είναι ηθικά απόλυτη: κανείς δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ της σφαλερότητάς της. Ο τρόπος όμως με τον οποίο κατανοούμε την κουλτούρα της θυματοποίησης και τη σχέση της με την κουλτούρα των πανεπιστημιακών διαμαχών είναι ατελής αν δεν αναγνωρίσουμε εξίσου αυτό που ο Nick Haslam ονομάζει “εννοιακή εξάπλωση” (concept creep): το εύρος των συμπεριφορών που κατανοούμε ως επιθετικές έχει επεκταθεί και πλέον περιλαμβάνει και τις απρόθετες λεκτικές επιθέσεις, αντί να περιορίζεται στην ξεκάθαρη και σκόπιμη σωματική επιθετικότητα. 
Μπορείτε να το διακρίνετε αυτό σε όλη την έκταση των παραπάνω βίντεο, αλλά ιδιαίτερα σε ένα σημείο της διαμάχης μεταξύ των φοιτητών του Yale και του Χρηστάκη, εκεί όπου οι διαμαρτυρίες παίρνουν μια υπερβολική χροιά: απαντώντας σε μια προσπάθεια του Χρηστάκη να απευθυνθεί στην κοινή ανθρώπινη υπόσταση όλων όσοι είναι παρόντες, ένας φοιτητής απαντά ότι τέτοιες εκκλήσεις είναι ακατάλληλες καθώς “εδώ πεθαίνουμε!”. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς το πώς ένας φοιτητής ενός από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου - που βρίσκεται σε προνομιακή θέση να εισέλθει στους μηχανισμούς εξουσίας μετά την αποφοίτησή του - θα μπορούσε να θεωρηθεί μέλος μιας καταπιεσμένης ομάδας και πολύ περισσότερο μιας ομάδας που υφίσταται εξόντωση. 
Οι φοιτητές του Yale, ανεξάρτητα από τη φυλή ή την εθνοτική τους προέλευση, ανήκουν στην διανοητική και κοινωνική ελίτ. Η ιδέα ότι ένα απλό email με θέμα τις στολές του Halloween θα μπορούσε να αποτελέσει μια υπαρξιακή απειλή δεν είναι τίποτε λιγότερο από παραληρηματική. Αυτή η παρατήρηση όμως δεν είναι ιδιαίτερα πιθανό να κατασιγάσει τον ξεσηκωμό που παρατηρείται στο Yale και το Middlebury. Όπως επισημαίνουν ο Greg Lukianoff και ο Jonathan Haidt, οι φοιτητές σ’ αυτές τις περιπτώσεις συνθέτουν μια συναισθηματικού τύπου επιχειρηματολογία: εξάγουν συμπεράσματα για την κατάσταση του κόσμου τα οποία βασίζονται στα συναισθήματά τους και δεν επιχειρούν να εξετάσουν τα ζητήματα από μια σκοπιά που δίνει αξία στην αντικειμενικότητα. 
Πού οδεύει η κουλτούρα της θυματοποίησης 
Η προβολή της ιδιότητας του θύματος ως μιας αξιέπαινης κατάστασης και ταυτόχρονα η διεύρυνση των κριτηρίων με τα οποία αυτή προσδιορίζεται σημαίνει ότι όσοι διεκδικούν κοινωνικό κύρος βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Αυτοί οι “Ολυμπιακοί Αγώνες της καταπίεσης”, όπως κάποιοι τους ονόμασαν, σημαίνουν ότι η ιδιότητα του περιθωριοποιημένου θα ορίζεται κατά τρόπο ολοένα και πιο αμφιλεγόμενο. Η κουλτούρα της θυματοποίησης σπέρνει έτσι τον σπόρο της ίδιας της καταστροφής της. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι η κουλτούρα της θυματοποίησης μοιάζει σε εντυπωσιακά πολλά χαρακτηριστικά της με την κουλτούρα της τιμής: για παράδειγμα, και οι δύο απαιτούν την, συχνά δημόσια, αντιμετώπιση των όποιων λόγων για δυσαρέσκεια. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κανείς ότι η ιδιότητα του θύματος έχει αποκτήσει μια προνομιακή θέση που καθιστά αδύνατη την αμφισβήτησή της χωρίς σημαντικό κοινωνικό κόστος για όποιον επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Ένα νέο σύνολο κανόνων συμπεριφοράς έχει αναδυθεί στα πανεπιστήμια, όπου το να διατείνεται κανείς ότι καταπιέζεται συνιστά μια διεστραμμένη τιμή.
 Πράγματι, δεν πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι η κουλτούρα της θυματοποίησης αναπτύχθηκε στα πανεπιστήμια των ελίτ σε ένα από τα πλουσιότερα έθνη στον κόσμο. Μόνο υπό τέτοιες σχετικά άνετες συνθήκες θα μπορούσε να ευδοκιμήσει μια τέτοια ανοησία. Κάθε κοσμοθεώρηση μάλιστα που επιβραβεύει τη θυματοποίηση δεν μπορεί να επιβιώσει έξω από το προστατευμένο περιβάλλον ενός πανεπιστημίου. Ο πραγματικός κόσμος - με τις αγορές εργασίας του, τις πληρωμές των δανείων και τις ευθύνες των ενηλίκων - έχει τρόπους να μας ενθαρρύνει να επιβραβεύουμε την αξιοπρέπεια αντί της θυματοποίησης. Ο καπιταλισμός δίνει έμφαση στα αποτελέσματα, και ενδιαφέρεται ελάχιστα για τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας υποκειμενικά αποτιμά συναισθηματικά τον κόσμο. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που δεν πρέπει να παίρνουμε υπερβολικά στα σοβαρά τους διαδηλωτές στο Yale και το Middlebury. Θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν τον πραγματικό κόσμο και να αφήσουν πίσω τους τον ακτιβισμό τους. -
- Ο Sean Rife είναι αναπληρωτής καθηγητής Ψυχολογίας στο Murray State University. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 5 Μαίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου