Menu

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΘΕΜΑ: Trainspotting και Εκπαίδευση

Βγαίνοντας από την προβολή της αγγλικής ταινίας «T2: Trainspotting» του σκηνοθέτη Ντάνι Μπόιλ, βασισμένης στο βιβλίο του Ερβιν Γουέλς, που αποτελεί συνέχεια της πρώτης ταινίας «Trainspotting» που προβλήθηκε πριν από 21 χρόνια, αναζήτησα στο αρχείο μου ένα άρθρο μου το οποίο είχε δημοσιευθεί τότε στη σελίδα 3 της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» (24.10.1996), με τίτλο: «Γιατί όχι και "Τρέινσποτινγκ" στην εκπαίδευση;».
Εγραφα λοιπόν, τότε, ότι ως εκπαιδευτικός αναρωτήθηκα γιατί στα σεμινάρια κατάρτισης και επιμόρφωσης καθηγητών Δημόσιας Εκπαίδευσης δεν εμπεριέχονται θέματα και προβλήματα των νέων της ταινίας αυτής αλλά και όλων των μαθητών-εφήβων, τα οποία αντλούνται από τις όποιες ανάγκες, δυσκολίες, ιδιαιτερότητες και επιδιώξεις τους. Και γιατί στα σεμινάρια αυτά δεν παρευρίσκονται εισηγητές-έφηβοι για να εκθέσουν, να αναλύσουν και να συζητήσουν τις ιδέες και τις θέσεις τους με τους παρευρισκόμενους «μεγάλους», οι οποίοι συνήθως αποφασίζουν γι' αυτούς για ζητήματα που σχετίζονται με το μοντέλο ζωής, τον οικογενειακό περίγυρο, τις κοινωνικές αξίες και την επαγγελματική τους εξέλιξη, και όπως αυτά εντάσσονται στον εμπορευματοποιημένο κόσμο που τους περιβάλλει ασφυκτικά (τηλεόραση - clubbing - modeling - αυτοκίνητο - video games - μουσική - βιντεοκλίπ - κινηματογράφος - έντυπα - διαφημίσεις κ.ά.) Ο περιβάλλων αυτός κόσμος είναι πολυδιάστατος που όμως διατηρεί και κάποιες θετικές όψεις, οι οποίες θα μπορούσαν να υπηρετήσουν ευνοϊκά - σε θεματικό, μεθοδολογικό και παιδαγωγικό επίπεδο - τις λειτουργίες του σχολείου, βασισμένες στην ιδεολογική, ψυχολογική και συναισθηματική διαφορετικότητα των εφήβων-νέων μας.
Τούτα σημαίνουν ότι το σημερινό δευτεροβάθμιο αλλά και τριτοβάθμιο εκπαιδευτικό μας σύστημα μπορεί να αναζωογονηθεί μαθησιακά και μορφωτικά αν επηρεαστεί, μεθοδολογικά, ως προς τους τρόπους διδασκαλίας από τις εναλλακτικές πρακτικές των ΜΜΕ. Γιατί αυτές - από μόνες τους - εντασσόμενες στις λειτουργίες του σχολείου μπορούν με την ελκυστικότητα που κυρίως ασκούν στους νεανικούς πληθυσμούς «να αναστρέψουν» τις «ύποπτες» αξίες που είναι δυνατόν να διαμορφώνουν, μετατρέποντάς τες σε αποτελεσματικά κίνητρα ανάπτυξης δραστήριων, ανήσυχων και δημιουργικών πολιτών. Μια τέτοια αντίληψη αν αναγνωστεί και κατανοηθεί σωστά, χωρίς παρανοήσεις, θα μπορούσε ως μεθοδολογική πρακτική να ευνοήσει τη συνεργασία του σχολείου με τα ΜΜΕ, τους πολιτισμικούς φορείς, τις παραγωγικές τάξεις, αλλά και τις αποδοτικές τεχνικές των διαφημιστικών μέσων.
Με τον τρόπο αυτό σύνδεσης του σχολείου με την όποια κοινωνική πραγματικότητα παύει αυτό να μοιάζει στα μάτια των νέων μας ως χώρος αποκομμένος από τη ζωή και τα προβλήματά της, διευρύνοντας έτσι τους ορίζοντες της γνώσης, της ελευθερίας, της έκφρασης και της «ολιστικής παιδείας» στα επίπεδα της ανεξάρτητης κριτικής σκέψης, της δημιουργικής αμφισβήτησης και της συλλογικής κοινωνικής παρέμβασης. Αρκεί, βέβαια, να συνυπολογίζεται ότι ένα τέτοιο άνοιγμα του σχολείου σε όλους τους κοινωνικο-πολιτισμικούς χώρους που το επηρεάζουν και το διαμορφώνουν εμπεριέχει και κινδύνους εμπλοκής του σε μηχανισμούς αλλοτρίωσης, εμπορευματοποίησης, συναλλαγής και κατεστημένης λογικής. Μηχανισμούς που η αναμενόμενη νεανική κριτική σκέψη και αμφισβήτηση μπορεί να αποτρέψει. Οι προβληματισμοί και οι θέσεις αυτές μού προκλήθηκαν από την παρατήρηση των συμπεριφορών των ηρώων των ταινιών «Trainspotting 1» και «Trainspotting 2», έστω και αν δεν μπορεί να γενικευθεί η στάση τους απέναντι στη ζωή και η δυνατότητά τους να «διαλέξουν ζωή». Αφού είναι φυσικό να υπάρχει ένα μέρος της νέας γενιάς που επιθυμεί να μιμηθεί τα «αμαρτωλά» κοινωνικο-οικονομικά βιώματα των προηγούμενων γενιών, μειώνοντας έτσι τις αντιστάσεις της στους σημερινούς αλλοτριωμένους τρόπους σκέψης και δράσης. Ετσι και οι ταινίες αυτές αξιοποιώντας «έντιμα» τις παραπάνω εκδοχές συνιστούν ένα ντοκουμέντο ερευνητικής παρατήρησης και ανάλυσης της σημερινής (και χθεσινής) σκληρής και αδυσώπητης κοινωνικο-πολιτισμικής πραγματικότητας, την οποία βίωσε η «χαμένη γενιά» του βρετανικού θατσερισμού, χωρίς φλυαρίες, δασκαλίστικους χαρακτηρισμούς ή κοινωνικά κηρύγματα. Γι' αυτό και χρειάζεται τα προβλήματα που θίγονται σε αυτές τις ταινίες να ιδωθούν και να αξιολογηθούν με λογική και ψύχραιμα, χωρίς να αποδίδονται μόνο στις υλικοτεχνικές ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Οσο για το ότι οι ήρωες του «Trainspotting» είναι άτομα εξαρτημένα από ουσίες, αυτό αποτελεί μια τραγική πτυχή του αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει ολάκερο το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά αποτελεί και έκφραση της άρνησης ενός απολύτως καταναλωτικού μοντέλου που θεωρείται «ζωή». Εναν τέτοιο αμφίσημο κώδικα αποδοχής και άρνησης του σημερινού τρόπου ζωής αποδέχεται η σκωτσέζικη παρέα του Ντάνι Μπόιλ, όπως αυτός περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο του Ερβιν Γουέλς και όπως αυτός βίωσε βασανιστικά την πορεία ζωής προς τα ναρκωτικά.
 Ωστόσο, η κρίσιμη προβληματική του «Trainspotting 1» επικεντρώνεται στα απελπισμένα λόγια του κεντρικού ήρωα Μαρκ Ρέντον (Γιούαν Μακ Γκρέγκορ) που κραυγάζει «απελπισμένα». «Διάλεξε δουλειά, διάλεξε οικογένεια, διάλεξε αμάξι, διάλεξε τηλεόραση, διάλεξε πλυντήριο, τηλεπαιχνίδια, μέλλον». Αλλά από πού να διαλέξει; Από τον σκουπιδοτενεκέ της κοινωνίας; Γιατί εκτός από την ηρωίνη υπάρχουν και άλλα ναρκωτικά, όπως η αδιαφορία, η απάθεια, ο εφησυχασμός, ο συμβιβασμός, η συναλλαγή κ.ά. Ομως οι ήρωες του «Trainspotting 1 και 2» έχουν την αξιοπρέπεια και τη γενναιότητα να ρίχνουν όλο το βάρος των επιλογών τους στον εαυτό τους, χωρίς μίζερες δικαιολογίες, χωρίς να ενοχοποιούν κανέναν και χωρίς να ζητούν τίποτα, γεγονός που συνιστά ένα ξεχωριστό και γνήσιο κοινωνικό και παιδαγωγικό ήθος. Ετσι, ο Ρέντον αποδίδεται - αυτογνωσιακά - στην κοινωνία, με τη θέλησή του, λέγοντας: «Θα μπορούσα να αραδιάσω ένα σωρό δικαιολογίες, γιατί υπήρξα άτομο ανισόρροπο και ψυχωσικό αλλά πρόκειται να αλλάξω, θα γίνω καλό άτομο, με δουλειά, οικογένεια, τηλεόραση, πλυντήριο, κοστούμι και βλέμμα στο μέλλον». Ωστόσο, η όλη εξέλιξη των ταινιών αυτών δεν κλείνει «πονηρά το μάτι» στον θεατή για να στηρίξει τα παραβατικά δρώμενα. Απλώς τα καταγράφει, διερευνώντας την πορεία στο χάος, στην απελπισία και στο διέξοδο με τέτοια ουδετερότητα, ώστε το αισιόδοξο τέλος των ταινιών να μην προκαλεί το γνωστό ευάρεστο συναίσθημα του happy end.
 Συμπερασματικά, ύστερα από τις παραπάνω αναλύσεις, κατανοεί κανείς γιατί πολλοί μαθητές, φοιτητές, γονείς και εκπαιδευτικοί στις σεμιναριακές συγκεντρώσεις οι οποίες γίνονται για την αξιολόγηση της κοινωνικο-εκπαιδευτικής πραγματικότητας αποζητούν εναγωνίως το μπόλιασμα της παιδαγωγικής και μορφωτικής πρακτικής με τα μηνύματα που το «Trainspotting» αποκαλύπτει. Ενα μπόλιασμα που μπορεί να κάνει την εκπαιδευτική διαδικασία περισσότερο ελκυστική, χρήσιμη και αποδοτική, διαμορφώνοντας ευνοϊκές στάσεις, αντιστάσεις, αντιλήψεις, δράσεις και συμπεριφορές και στην ελληνική κοινωνία.
 Ο κ. Αρτέμης Μιχ. Αναστασάκης είναι Δρ, M.Sc., M.Ed., καθηγητής Φυσικών και Περιβαλλοντικών Επιστημών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου